Christos N. Theofilis (painting)

Christos N. Theofilis (painting)
Christos N. Theofilis (painting)

Translate

"ΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΣΟΥΜΕ ΚΙ ΑΣ ΝΑΥΑΓΗΣΟΥΜΕ"...έλεγες πατέρα...

"ΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΣΟΥΜΕ ΚΙ ΑΣ ΝΑΥΑΓΗΣΟΥΜΕ"...έλεγες πατέρα...
τα μάτια σου πατέρα μου πειρατικά ταξίδια - ταξίδια ναυάγια....

...ΥΠΕΡ ΚΑΜΝΟΝΤΩΝ Κατερίνα Ν. Θεοφίλη ποιήματα 2007

...ΥΠΕΡ ΚΑΜΝΟΝΤΩΝ Κατερίνα Ν. Θεοφίλη ποιήματα 2007
ζωγραφική βιβλίου Χρήστος Ν. Θεοφίλης

ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΩΣ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΑ

..ΥΠΕΡ ΚΑΜΝΟΝΤΩΝ

ποιήματα Μάης – Δεκέμβρης 2007

τα ποιήματα

της Κατερίνας Ν. Θεοφίλη

αφιερώνονται

στον Άγγλο θεολόγο, χημικό, φιλόσοφο

Ιωσήφ Πρίστλεϊ

που ανακάλυψε μεταξύ άλλων και

το οξυγόνο


ΔΙΕΚΤΡΑΓΩΔΗΣΙΣ ΑΝΕΜΟΥ

Ξέφωτα φεγγαριού·

από εκεί ξεπρόβαλε· αδέσποτος

με την ουρά στα σκέλια·

ασελγός των τάφων·

γύριζε πλάτη την πλάτη

έπεφτε στα μισοκαμμένα φιλμς...·

ανυπομονούσε να αποσυρθούν οι μύτες με τα κλάμματα

ο κουφός σκύλος·

«αυτά τα ολοκαίνουργια κόκκαλα

δεν θα πήγαιναν χαμένα!»

ως πλάνο

κοκκινιά σάπιο γαρύφαλλο

εν διαστάσει με τον μίσχο·

ο μώμος μετέγγραφε στα χώματα το σώμα·

η πεύκη έκλεινε κορυφή·

άρχισε η διεκτραγώδησις του ανέμου...


- O μώμος = (αρχαιοελληνική)· χλευαστής, μομφή.

- Διεκτραγώδησις = (αρχαιοελληνική)· αφήγηση, παράσταση με τραγικό τρόπο.


ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ ΦΛΥΑΡΙΑΣ

Πήρα σεντούκι θρύψαλλα· με προίκισε ο φονιάς μου·

του ανέμου γυρολόγος

φλύαρος καιρός...

Με το καυτό το αίμα του Κενταύρου

σε μεταξένιο σάβανο τυλίχτηκα

ως το κουκούλι μου να ήμουν

ως η φωλεά μου·

με κοίταξε το χώμα·

«Τι να σε κάνω;»

με κοίταξε η στάχτη·

«Τί να σου πώ;»

ανίδεοι κι οι ψάλτες κι οι συνοδοί τριγμοί της νεκροφόρας

ανίδεοι και οι ήσκιοι οι λοιποί της τελετής...

Τί θα μπορούσε τώρα πια να γίνει;

Πού θα κληροδοτούσα τις σονάτες μου;

Ποιος ήθελε τα θρύψαλλα

τα ξεθαμένα απ’ την γη;

Είπα την λέξη

ως να εθιστώ

να φοβηθώ

και να σαρκάσω την μαύρη άμαξα

είπα την λέξη

ως να βιαστώ και να γελάσω στην μαύρη άμαξα

ως όλα να τ’ αποστραφώ κι όλα να τα ποθήσω

είπα την λέξη

ως να με βρω στα ερείπια και να με συγχωρέσω

είπα την λέξη

ως όλα να τα θυμηθώ κι όλα να τα ξεχάσω

είπα την λέξη: Θάνατος!

Εξοικειώθηκα καλά με το σκουπήδι της υπομονής μέσα στα ούλα∙

σάπια η γεύση του ηδόνιζε τριγμούς δοντιών μέχρι να σπάσουν...

Τι θα μπορούσε τώρα πια να γίνει;

Πού θα κληροδοτούσα το απότομο χαστούκι απ’ το τοπίο

και το κλαδί που έγερνε δεξιά – αριστερά να βρει λίγη ανακούφιση;

Μα προπαντώς ποιός ήθελε την σκιά μου

παρεκεί και κατασκότεινα, ύπουλα που βογγούσε ;

«Σκασμός να κοιμηθούμε!» ·

θύμωσαν τα μάρμαρα·

... Το χαραγμένο μου όνομα

τα θρύψαλλά του μέτραγε

παραμιλούσε...



ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΔΥΣΠΝΟΙΑΣ

Ο άνεμος

ο κίτρινος

διάβαζε εφημερίδες στο υπόγειο

το χνούδι τους ανέβαινε στην λάμπα.

Ο άνεμος

ο κίτρινος

εξοικειωμένος με δέντρα

με αυλές

με ασφυξίες τάφων...

Μεσάνυκτα· το στήθος έτριξε στην βεντάλλια·

«πρέπει να αναπνεύσεις κι άλλο»· είπε

αλλά ο άνεμος

ο κίτρινος

ήθελε να διαβάσει τις παλιές εφημερίδες του

στο υπόγειο.





ΕΙΚΟΝΑ ΧΩΡΙΣ ΚΑΙΡΟ


Πήγαινε έρποντας...το σώμα των ευθυτενών ακροάσεων -ώχου αγεράκι ανανούριστο... ό,τι πονάς, χαϊδεύεις-


...και σπάσαν δενδρολίβανα κάποιες παλιές κρυάδες...

Ξεντύθηκαν την άνοιξη οι αυλές

με τα καπούλια των πληγών τους ανοιχτά

δεν χώραγαν στα παιδικά τους ρούχα

ρίξανε τους χειμώνες τους στις πλάτες

γύρανε...

ήταν κάπου στην άκρη τους η μπάλλα

μ’ ένα βαθούλωμα κλωτσιάς προθύστερης

ήταν και το γόνατο του παιχνιδιού, διάτρηττο

καρφωμένο στον τριγμό της αυλόπορτας....

Έφυγε λοιπόν το σώμα με πίσω του αυλές

με πίσω του κρυάδες...

έφυγε·

απ’ όποια αγορά περνούσε

πουλούσε μέλη αναμνήσεων·

έγινε εικόνα

εικόνα έγινε το σώμα

στο βλέμμα εισχώρησε με τις ραγδαίες αναπνοές·

απ’ το πολύκαιρο κλάμμα πλύθηκαν τα λάθη της

αναπαλαιώθηκαν οι ατέλειες της·

φευγαλέα συγύριζε τα χρώματά της η γκρίνια...·

συχνά χαμογελούσε προβάροντας κοστούμια αποκριάτικα

-της άρεσε εκείνο το φτερό παγωνιού που ξεφτούσε-

καμμιά φορά έμοιαζε με χάρτινη βάρκα·

σκάλιζε τα ταξίδια της στα σκαφόνερα,

άλλοτε θύμιζε φρύγανο σε καουμπόυκη ταινεία,

συχνότερα όμως, έμοιαζε με αγωνία

στην άκρη του μικρού κλαδιού

που το λυγίζει μια φούσκα κάμπιες....

Έγινε σώμα

σώμα έγινε η εικόνα

χωρίς καιρό και μες στην έρημο·

ήπιε όσο βρήκε

απ’ το νερό του κάκτου...



ΝΤΥΣΕΜΕ ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΡΕΛΙ ΤΟΥ ΜΠΕΡΤΕ, ΜΕ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ...

Κατέβαινε η πολιτεία με τα χέρια της ανοικτά

σε πλημμυρίδες αγκαλιές θανάτου · γιασεμί, αγιόκλημα, νεράτζι...·

όμορφη ήταν αν και γηραιά κι αφηρημένη·

συνήθως βολτάριζε στα απογευματινά της αρώματα, αγκαζέ με τον ψυχίατρό της,

άλλοτε, έβγαινε μόνη με την ομβρέλα της και μερικές ψίχες βροχής στα μάτια.

Αργοπορούσε στους γάμους - όσα πέπλα κι αν σερνόντουσαν στους δρόμους της.

Αργοπορούσε στις νεκροπομπές - όσα ποιήματα κι αν πέθαιναν στους δρόμους της.

Πρόφταινε μόνο να βαπτίσει τα παιδιά πριν ... πριν...

Όπως και να’ χε ο καιρός,

αυτή ήταν η κωδικοποιημένη πολιτεία

των ασαφών ερώτων και των σαφέστατων γάτων.

Κάποιος αγέρας νυχτερινός, με την σχισμένη εθνική του λεοντή,

γιουρούσι έκανε στην πολιτεία και πλιάτσικο·

άστεγες, ρημαγμένες οι καρδιές

σε σκλαβοπάζαρα σύρθηκαν όλες...

Στάχυ, στα πόδια τόσων σκιάχτρων, έμοιαζε η φθινοπωρινή πολιτεία·

βάραινε από τις αγωνίες·

περνούσε ο θάνατος και θέριζε...·

ανατομία τίνος εγκλήματος;

τίνος το πτώμα ήταν τραχύ και δεν μιλούσε;

ποιου φονικού σύρθηκαν θρήνοι αλιγάτορες,

κατάρες στους αγέρηδες και ποδοβολητά;

... δεν προφταίνω, δεν προφταίνω, δεν προφταίνω!

δεν προφταίνω πια ούτε να κλάψω σ’ αυτήν την πόλη.

Ήχοι μεταναστών, ήσκιοι πλυμένων σεντονιών στον απέναντι - βαρύ σάβανο τοίχο·

Το’ πε ο Θεμιστοκλής «στα ξύλινα τοίχει να μην μείνουμε»...·

φορτίο μου! ΄Ωχου! η πλάτη μου κυρτή...

η καρυάτιδα ήτανε πλύστρα συνεικιακή

που γλύστρησε επάνω στο σαπούνι...·

Ένα παιδί φακί – αυτή ήταν η ελληνική ιστορία που έπρεπε να μάθω-

ένα παιδί φακί σε σπλάχνο δύσπνοου μπαλκονιού

ώρες τώρα, μιμείται την φωνή του κούκου·

περιμένει τον αντίλαλό του·

χαιρετά τα αρχαία γονίδια... αποκαμομένες τουριστικές πέτρες...

Με την φωνή του κούκου

διπλώθηκε η άνοιξη τοσοδούλα· παιδί φακί – άπαιχτο...

...δεν χωρά πια ούτε το φέρετρο μου σ’ αυτήν την πόλη!

Ντύστε- με με τους ήχους των κουκουναριών

με τους τριγμούς παλιάς αυλόπορτας·

σάβανα τρύπια για το κορμί του φεγγαριού, που κύρτωσαν οι όρκοι.

Ντύστεμε με τους κούφιους τους ανέμους- τους ακροβάτες των κεραμιδιών

να επιστρέφω στάχτη μες στο κρασί των ναυαγών, για λίγο λήθαργο·

να’ χω να λέω στους νεκρούς για εκείνα, που κανέναν δεν σκοτώνουνε,

τα λάθη.

Ντύστεμε

με το κουρέλι του μπερτέ

με την σκιά του Καραγκιόζη.


ΑΝΑΣΗΚΩΘΗΚΕ Ο ΣΕΒΑΧ

Ταξίδι στων παραμυθιών την αντανάκλαση

με τον παλιό, τον καρδιακό μας δράκο σκοτωμένο·

μάσησε τις φωτιές

και ερωτεύτηκε τις στάχτες...·

μες στο μεδούλι κρύψαμε βαθιά

όσους μας γέννησαν με τον ομφάλιο λώρο να μας πνίγουν ·

Αζτέκοι, Ολμέκοι και Μάγια ·

χάρτινοι φάροι σε τετραδίων ετικέττες...

ο χειμώνας έκλεινε την σάκα μας ·

τα πέταξε όλα ·

η βλάττη μόνον έμεινε στην μέσα την ραφή

να αποξηραίνει τα οστά της...

σάβανα μνήμες

απ’ το μιτάρι πέρασαν για το χαλί του ανέμου·

ανασηκώθηκε ο Σεβάχ

σε νήματα πολύχρωμα μπλεγμένος...


- Η βλάττη = (αρχαιοελληνική)· κατσαρίδα.

- Μιτάρι = Εργαλείο που τοποθετείται το νήμα και δουλεύεται στον αργαλειό.


... ΚΑΙ ΓΥΡΙΣΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ

«Ναι. Μάλιστα». είπα και γύρισα το πρόσωπο στην άκρη της αράχνης.

Ανταλλαγή φιλιών με νήματα παλιά.

Είχαμε μια απάθεια στα οστά που μας κρατούσε.

Το δίχως άλλο, καλή η απομίμηση σε ρόγχους, σε σκηνικά-κοστούμια

με τον Οθέλλο άσπρο και διαυγή.

Η καταιγίδα τεχνιτή απ’ τον κομπάρσο που άδειαζε χτυπώντας ντενεκέδες.

Πώς παίζαμε έτσι ; · νυσταλέοι, βαρετοί, σαφώς απλήρωτοι.

Πηδούσαμε ένας – ένας στο κασσόνι με βιαστικές υποκλίσεις.

Μας χειροκροτούσε το φεγγάρι

έκανε ό,τι μπορούσε να αναθερμάνει ακροάσεις έρωτος.

Σιγάά τώρααα...

Είχαμε γεράσει.

Βέλγικα τσοπανόσκυλα με το παιχνίδι στον ήσκιο της ουράς τους ·

κυκλικά κινούμεθα, αλλά το ποίμνιον νεκρό· τί να φυλάξουμε;

Ως έπρεπε·

αφήνω στον βυθό το τόξο του Ηρακλή

όμως – κι αυτό ήταν η εκλεκτή παράσταση-

τα βέλη, του Φιλοκτήτη τα εύστοχα, τα έριξα όλα!


«Εύγε σου» · μου είπα

και γύρισα το πρόσωπο στην άκρη της αράχνης.

- Οθέλλος = Θεατρικό έργο του Σαίξπηρ. Ο Οθέλλος, μαύρος στρατηγός, επιρρεασμένος απ’ τις συκοφαντίες του δολοπλόκου Ιάγου, σκοτώνει από ζήλεια την λευκή γυναίκα του Δεισδυμόνα.

- Ηρακλής = Ημίθεος. Τα βέλλη του ήταν βαμμένα με το αίμα της Αταλάντης. Χάρισε το τόξο του στον Φιλοκτήτη που τον λύτρωσε δια θανάτου απ’ τους φοβερούς πόνους που του προξενούσαν τα ρούχα του (τα βαμμένα με το αίμα του Κενταύρου που ο ίδιος είχε σκοτώσει). Τα βέλλη του τόξου του Ηρακλή ήταν πάντα εύστοχα και μ’ αυτά πάρθηκε η πόλη Τροία, όταν οι στρατιώτες κρυμμένοι στον Δούρειο Ίππο του Οδυσσέα εισχώρησαν σ’ αυτήν.


Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗΣ


Και μια φορά, μια μόνο, καθώς άδειαζε ο καιρός της ανακομιδής τα φέρετρά του,

ο ποταμός παραπονέθηκε:

«Ας ήξερα πού είναι το σημείο που σε αγγίζω!

Πού με πονάς; Πού με ναυαγείς;

Ας ήξερα για να μπορώ, από τις όχθες μου, να φύγω!»

Και τον λυπήθηκε ο βυθός και του απάντησε:

«Εκεί που σε Στηρίζω σε πονώ, σε ναυαγώ, σε αγγίζω,

...αν από μένα φύγεις, δεν θα’ σαι ποταμός με σπλάχνο τριαντάφυλλο

θα γίνεις χώμα υγρό

που του σπασμένου οστού το περιαυχένιο σκουλήκι νωχελικά απομυζεί.

Ούτε κι εγώ θα’ μαι βυθός με το καλό μου ανάθεμα να με θυθίζει κι άλλο,

θα γίνω σκύβαλων χαράδρα που τον έρωτα αφορμίζει –

α, πουφφ χωματερή σάπιων καιρών

που γλάροι ξεδιαλέγουν άτακτα

κι ύστερα φτύνουν

κι απ’ το σκουπίδι όσο απόμεινε σκουπίδι...»

Έφυγε εκ των δύο τους άραγε κανείς απ’ το σημείο μηδέν που τους στηρίζει ;

Τι με ρωτάς εμένα ; Τι ξέρω να σου πω ;

Ούτε ποτάμι είμαι, ούτε βυθός.

Είμαι του σαρκοφάγου μου μυαλού το γεύμα.

Α, το κοράκι μου ευοίωνο με τρώει και πετά από τάφο σε τάφο...

κρόζει τιμητικά όταν στηρίζομαι στο δεύτε τελευταίον ασπασμό

και ερωτεύομαι το ύπουλα κομψό σαράκι

καθώς αργοφυλά στα ακροδάχτυλα εκείνον...

Ποιόν ;

Εκείνον που υποκρίθηκε πως ήμουνα εγώ, τον πεθαμένο κόμη!

Έσκυψε πάνω στο μάγουλο – Δεύτε τελευταίον ασπασμόν- ο Ποσειδώνας!

Στην τρίαινα πρισματικό καρφώθηκε το πτώμα.




ΤΩΝ ΕΡΠΕΤΩΝ ΧΑΪΔΕΜΑΤΑ ΣΕ ΧΕΡΙΑ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗ

Χα! Παράφορα των ερπετών χαϊδέματα σε χέρια νεκροθάφτη.

Τί κήδευε ;

― Το μήλο του Αδάμ και το ξυνόμηλο του Πάρη.

Α, όχι τέτοιες αστειότητες! Θέλω να με κλάψετε όπως μου αξίζει.

― Σου αξίζει ; ... Σου αξίζει. Σου αξίζει!

Κι αφού συμφωνήσαμε οι Πληβείοι

- με τους αγέρηδες να διαφωνούν ωστόσο-

ποιός απ’ όλους μας θα σκούπιζε την παιδική αυλή απ’ τα ξερόφυλλα,

πεθάναμε

έτσι ήθελε ο σκηνοθέτης

πέθαιναν σε όλες τις σκηνές οι κομπάρσοι...

ξέραμε καλά τον ρόλο της πτώσης...

πέφταμε απαλά, αναίμακτα, α, μόνο λίγο λερωμένοι στα μανίκια...

Δεν θα ... Σσστ... μην το ξεστομίσεις...

Κάποτε – που λέτε- ο γέρος σκύλος μου κι εγώ που μου άξιζαν οι θρήνοι,

μπήκαμε, με του παλαιοπώλη παζαρέματα, σε ασημόσκονη ζωγραφιά·

αγρυπνούσε σπάταλα στα δάχτυλα της μάννας

- πέθανε η μάννα, φάγαμε τα οστά και τα χρυσά της μάτια -

... βγήκε απ’ την άκρη – η ζωγραφιά σας λέω, η ζωγραφιά

με εμάς που περισσεύαμε

... μετακινούσε τον κήπο·

«Πότε επιτέλους θα κλάψεις και για μένα;»

Χορτάσαμε το πεθαμένο μας

ο γέρος σκύλος μου κι εγώ... τέτοιο της τύχης φαγοπότι...

Τοκ τοκ... ας μην ανοίξουμε...

κάποιος, κάτι που θέλει να μας πει, στην άβυσσο μας στέκει

α, καρδιά που ανασηκώθηκε απ’ το χώμα

χτύπος που έφαγε ο καιρός...


ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΜΑΣ ΑΠΑΤΣΙ
Στην φλεγμονή του χρόνου
η αντζέτα είχε γεμίσει με γιατρούς και κάτι παλιούς φίλους
μα αυτός ήταν ό,τι εύθυμο απόμεινε απ’ τα κόμιξ·
περίμενε το μαύρο τραίνο να φανεί
με καρφωμένο πάνω του το ινδιάνικο το βέλος.
Πρέπει να θυμηθούμε πιά πώς λέγανε τον αρχηγό των φίλων μας Απάτσι!
Για δες καμώματα! Πώς με στηθάγχη έπαιζε ως αργά στον χωματόδρομο·
μαζεύτηκε με τις μικρές πληγές, στο αυστηρό του σπίτι·
τον μάλωσαν και οι σπίθες
και οι φωτιές,
τον έδειραν οι λύπες...
Μα ο παιδικός καιρός
βρήκε ινδιάνικα χρώματα και βάφτηκε·
με σήματα καπνού τα είπε όλα...
Κοντόβραδο και με έβρισε ο αγέρας
Έπιασε το σκοτάδι το μπαστούνι του· έσπασε γυάλινα μάτια, κρύσταλλα μυαλά
άπλωσε σκιές που πάνω τους γλυστρούσε επικίνδυνα το θάρρος
_ «Να για να μάθετε να παίζετε πάνω σε ήσυχους τάφους!»
Ο παιδικός καιρός ήθελε να μου ψιθυρίσει πως λέγανε τον αρχηγό των φίλων μας Απάτσι...
αλλά... - και τι δεν έκανα σωστά δεν ξέρω ; - με έσκισε κατάστηθα ο αγέρας ·
ξαγρύπνησαν πάλι οι νεκροί να μου αφηγούνται...
να με ρωτούν επίμονα πώς λέγανε τον αρχηγό των φίλων μας Απάτσι...


"ΕΝ ΩΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ" ΠΑΛΙ...
Ξόδι της νύχτας σε ένα δάκτυλο μονάχα...·
στο κενό κρεμμασμένο το κλαμμένο πλήκτρο·
αποχαιρετίσαμε τους φίλους
«εν ώρα μαθήματος» πάλι...
απροετοίμαστοι
αγενείς· με τσιχλόφουσκες...
έφηβη αγένεια πάει... πάει η καημένη...
Με τον αγέρα βαριεστημένου φθινοπώρου
έστελναν «πρόσκληση σε γεύμα»·
σε ψηλοτάκουνο μπαλάντζο θα χορέψουμε
πεσμένοι όλοι.
_ Σχίστην!
_ Ας πάμε...
Πολλές ετοιμασίες· σύννεφα γλυκοτσίπουρο κι αφιόνι,
κορδέλλες κόκκινες σε άσαρκους φιόγκους·
- το ξέραμε δα πώς είναι οι ψυχές, όταν αποποιούνται το πτώμα τους –
Τέλος πάντων... Οι φίλοι ήξεραν...
ήξεραν πώς με φλογέρα το άδειο κόκκαλο
νότες, με πειθαρχία να διδάσκουν ·
είχαν μια γραντζουνιά πέρα ως πέρα στην κουβέντα τους
διάφανα χείλη κοκκινάδι·
πέθαναν εν ώρα μαθήματος πάλι·
νοικιάζονται όνειρα συχνά στα ακατοίκητα θρανία·
_ Αφού θέλαμε να μεγαλώσουμε, τί περιμένεις;....
Η πρόσκληση ανοικτή
μοιάζει γκριμάτσα από καυγά, βρισιά που μεθυσμένη καμαρώνει·
_ Σχίστην σου λέω! Σχίστην!
Σχίσαμε ποιήματα και παρτιτούρες, κι όμως συνθέσαμε ξανά·
τώρα θα πάμε!
Πολλές οι ετοιμασίες και προσανάματα στο τζάκι·
με τον χιονιά, μας περίμεναν·
αντίρρηση δεν σήκωναν οι παιδικοί μας φίλοι, οι ξοδευμένοι "εν ώρα μαθήματος" πάλι...



ΛΕΙΨΟΜΕΡΗΣ ΗΣΚΙΟΣ
Ένας ήσκιος, απ’ τους συνηθισμένους, τακτοποιούσε το σπίτι·
προσπαθούσε να βάλει τα τραπουλόχαρτα το ένα πάνω στ’ άλλο·
ήθελε μια πυργοειδή σκάλα χάρτινη
να πατήσει η σκόνη – να συναντήσει τις θύμησες.
Καιρούς τώρα, ταξινομούσε τις αναπνοές στα χειρόγραφα·
οι σημειώσεις σκορπούσαν απρόσεχτα..
οι φίλοι είχαν γρατζουνιές
τα μάτια, τα όνειρα – επίσης.
Ένας λειψομερής ήσκιος
δεν μπορούσε να τα χτενίσει όλα
τα μικρά τα ποιήματα τα αγαπημένα....
Απεχθανόταν τις λέξεις γιατί στοίχειωναν την ησυχία και στένευαν το δωμάτιο·
επιτάχυναν την δύσπνοια· κατέβαινε κι όλο κατέβαινε το νταβάνι·
έσπαγε θρίψαλλα η ανάσα στην βεντάλλια.
Απεχθανόταν τις λέξεις
γιατί έρχναν στις μνήμες
υποθέσεις δεκατικών πυρετών, παραπλανητικές συγχύσεις, πόνους και στάχτες·
παντόφλες αργόβαδες, έσερναν την εξάντλησή τους ως τον νιπτήρα·
διψούσες λύκε μου και είπιες αίμα...
Απεχθανόταν τις λέξεις
γιατί έκαναν την ζωή κομμάτια ποιήματα
χωρίς ποίηση...
Ένας μόνον ήσκιος λειψομερής πώς να τακτοποιήσει την οφθαλμαπάτη;....
Καμμιά φορά πρέπει να συμμαζεύουμε τις σκιές
όταν μεθούν, παραμιλούν και βρίζουν σε αγορές με φθηνοπράγματα.
Να τις στηρίζουμε σαν όπως τα μολύβια μας,
να τις χαϊδεύουμε σαν όπως τα κουρασμένα βρώμικα σκυλιά έξω από τις ταβέρνες.
Καμμιά φορά πρέπει να συμμαζεύουμε τις σκιές
γιατί έχουν πέσει απ’ τις πλάτες των φίλων μας
κι απ’ τις δικές μας πλάτες.


ΑΠΡΟΣΕΧΤΗ -ΝΑΙ ΚΑΙ ΟΧΙ- "ΠΑΡΤΑΟΛΑ" ΠΟΥ ΝΑ ΤΑ ΧΑΝΕΙ ΟΛΑ!
...Α, κομμάτι σπαραγμού!
γελοιογραφία ήθελες
και μπορούσες
αλλά...
τα οστά σου φευγαλέα
ούρλιαζαν τις νύχτες
κι όλοι οι περίπατοί σου έπεφταν.
Τι να σου κάνω;
απρόσεχτο «Ναι και Όχι»
απρόσεχτο!
Ναι και Όχι
ήταν ο βάτραχος στην περιστροφή του
να ξεφυλλίζει τον πυθμένα του παραμυθιού·
στο ποτήρι μου το κραγιόν της μούμιας
έβαφε το φιλί
ξέβαφε τον θάνατο·
περίεργο· δεν φορούσα κραγιόν όταν ζούσα·
με φορούσε το ποτήρι
κι εγώ φορούσα τον βάτραχό μου·
μαύρος βάτραχος χερσαίος – ναι και όχι
ευάλωτων νούφαρων – ναι και όχι
έστεκα στην περιστροφή μου
εν απωλέσει άξονος.
Ναι και Όχι· με κοιτούσαν οι επόπτες με μισό μάτι·το άλμα μου ήταν άκυρο·
πατούσα πάντα, μισό εκατοστό, την πλαστελίνη,
αλλά στους μαύρους τους γκρεμούς
καλλίτερα από ψύλλο άλτη τα κατάφερα·
πέρασα
με σπασμένο μοναχά τον φόβο
αντίκρυ·
ναι και όχι · δόξα εν υψίστοις θεώ... Κουβέντα να γίνεται...
δεν πλήρωσα, όπως όλοι, στο παγκάρι·
βρήκα τις παλμικές ρυτίδες μου σε άγνωστα νερά·
γραμμές, γραφές, διαγραφές του χρόνου·
στην μεγάλη πια απουσία μου
επικύρωσα το εισητήριο μου...· ναι και όχι...
Καλό ταξίδι ..
καλλίτερο δεν γίνεται· κλωτσάω πίσω μου την φλογισμένη μέρα·
παιχνίδια κουρδιστά και ψεύτικα στολίδια
μ’ ένα σημείωμα επιστροφής
τ’ αφήνω στον καιρό φονιά
και για όπου να’ναι φεύγω...
ό,τι μου αρέσει και κρατώ:
μία σφυρίχτρα χάρτινη να σβήνει την πνοή
και μία -"ναι και όχι"- «παρταόλα» που να τα χάνει όλα!


ΝΑ ΚΡΥΩΝΕΙΣ - ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΞΕΧΑΣΕΙΣ!
Καμμιά φορά οι άνεμοι έπεφταν πλαγιαστά στην τρίχα,
άφηναν λίγο κίτρινο κι έφευγαν πάλι για τα κλαδιά τους....
Από εκεί, αργοσάλευαν την θλίψη, ξέντυναν τον χειμώνα·
_ «Να κρυώνεις. Να κρυώνεις!...· αλλιώς θα ξεχάσεις»·
Σκυλί καρδιά – δρομέας που του σπάσαν το μετάλλιο·
έτρεχε από μάρμαρο σε μάρμαρο·
μύριζε τα πλαστικά λουλούδια·
διάβαζε ανάποδα τα χαραγμένα γράμματα·
έψαχνε το όνομα της σκιάς που μέσα του εχάθη·
_ «Να κρυώνεις! Να κρυώνεις!»·
κορόιδευαν οι άνεμοι.
_ «Φόρεσε το χιόνι σου· φύγε και ξέχασε»·
είπε ο τάφος
και σιγόκλεισε....
Το αβλαβές φίδι έβγαλε το πουκάμισο του και τρύπωσε στα χώματα·
δεν είχε δαγκώσει κανέναν
-ενώ έπρεπε.


ΑΝΘΟΚΟΜΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
Οι παλιοί φίλοι ξεχνούσαν τα ονόματά τους στα θρανία·
περνούσε η γομολάστιχα το έσβηνε,
περνούσε η κιμωλία το έγραφε...
ήθελαν την εκδρομή τους·
η καρδιά έπρεπε να τους παρατάξει... Αν όχι, θα χανόσαν ένας ένας...·
ο κήπος ήταν μεγάλος και διάφανος
περπατούσαν, σχεδόν ανακουφισμένοι...
_ «Κι εσύ.;» με ρώτησε ο κηπουρός
_ «Τι εγώ;» ξαφνιάστηκα
_ «Ποιά άνθη μαζεύεις;»
_ «Μαζεύω το σκοτεινό λουλούδι του θανάτου μου·
έπαψα να ξορκίζω τα σκοτάδια· δεν με φοβίζει πια η υγρασία...»
_ «Α, μην το λες... Οι νεκροί δεν έχουν ανθοκομική άποψη·
τώρα το βλέπεις το σκοτεινό λουλούδι, επειδή υπάρχουν τα χρώματα, ιδάλλως...»
Ιδάλλως..;!




ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΗΣΚΙΩΝ
Διακοσμούσα τους ήσκιους νυχτιάτικα·
ακτινωτά βλέφαρα γύρω απ’ τις σχολικές φωτογραφίες·
«μην κουνιέστε· χαμογελάστε...»
ένα ματσάκι δάκτυλα στο κέντρο του τραπεζιού·
«οι φουρκέτες, οι φουρκέτες σου μάννα...»
πολλές εξομολογήσεις στην μολυβοθήκη·
«...ποιός έσχισε τις σελίδες απ’ το λεύκωμα;!»
μια παλιά γραμμή από εδώ ως εκεί·
«πεθαίνω τώρα κοντά;»
μικρός λαβύρινθος στο νταβάνι·
«όποιος κάπνιζε στην τάξη θα αποβληθεί δια παντός!»
ένα χτενάκι γκρίζα μαλλιά στο πάτωμα·
«σηκώστε αυτό το σκουπήδι από κάτω...»
μία ολοκαίνουργια δρεπανοειδής γκριμάτσα·
«η δύναμη σου πατέρα μου, η δύναμη σου!»
ατμός παντού ατμός
χνότα καιρού σε όλες τις γωνίες·
«... δεν πεθαίνω τώρα κοντά!»
Διακοσμούσα τους ήσκιους·
έβλεπα καλλίτερα στο σκοτάδι
γιατί πρόσεχα.
Από δάκτυλο σε δάκτυλο γερνούσαν οι ουτοπίες
με ιδρωμένους πόνους χάιδευαν τον καιρό.
Όποιος τις αγαπούσε παραπάνω
συγκατοικούσε με τις υποσχέσεις τους
και περίμενε..
περίμενε...
περίμενε.....
Όλα ερχόσαν κάποτε·
είχαν αποφυλακιστεί απ’ τον κόσμο κι ερχόσαν..
ξεγελούσαν τις καταιγίδες, αλλά οι μικρές βροχές τα προλάβαιναν·
βρεγμένες εικόνες μέσα στα μάτια·
καρκίνος στον δακρυικό αδένα σημαίνει:
Έκλαψα για όλα!



ΓΕΡΙΚΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΟΛΟ ΜΙΛΑ, ΟΛΟ ΞΕΧΝΑ ΚΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ
Συχνά ο δρόμος λυπόνταν τον διαβάτη γέρικο καιρό
γιατί έκανε την ίδια διαδρομή
ως μία συνήθεια νεκροθάφτη
που φτύνοντας τις χούφτες του
κατάρτια σώματα
ξεκούραζε σε απαλούς χωμάτινους βυθούς·
... ως πότε το ναυάγιο, το διατηρεί το αλάτι;
Συχνά ο δρόμος βαριόταν τον διαβάτη γέρικο καιρό
με τις καδένες φλέβες
αργόσυρτος, υπέρβαρος και μαλθακός
απ’ τα φθηνά μαγέρικα μαζεύει εμπνεύσεις·
γλεντοκοπά ως αργά·
με μόνο ένα καρτούτσο μεθά κρασί·
γελάει βροντερά αδιαφορώντας για τις εντυπώσεις.
αφηγείται μεγαλόφωνα· έχασε τα έφηβα του μυστικά σε ευπαθή ρεψίματα·
αισιόδοξος ευημερεί και όμως ρημάζει·
επιστρέφει στο σιωπηλό του σπίτι, παραπαίων, τελικά
και σε θολό κασσέλι, με τα παπούτσια αποκοιμιέται.
Βαριέται ο δρόμος τον γέρικο καιρό
που όλο μιλά κι όλο ξεχνά
και όλο και ‘‘κάτι’’ έχει να θυμάται...


ΑΠΛΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Βρεγμένο καλαμπόκι, κριθάρι και ηλιοτρόπιο·
αυτά έμειναν απ’ όλην την ταινία·
οι θαμώνες είδαν έναν κήπο μακριά απ’ την πόλη τους·
στην οθόνη·
εκεί πρόσεξαν τον ήσκιο ενός δένδρου να στενεύει πολύ
σαν να είχε χάσει την άνοιξή του,
εκεί διάβασαν μερικά θυμωμένα μυστικά της νύχτας
που μετέφεραν αργόβαδοι γάτοι
ως μυστικοί πράκτορες του φεγγαριού,
εκεί συνάντησαν τον έρωτα
να κρεμμά στο αγιόκλημα δυο σταγόνες κλάμμα
κι έναν νεκρό –εκεί γνώρισαν- που δεν τους αφορούσε.
Στην οθόνη.... χιόνι και έρημος κι ένας ψίθυρος
σαν από σπλάχνο ομιλούντα πλανήτη.
Στην οθόνη... κυρίως μια μελωδία βογγητό
αλλά αυτό ήταν δικό τους·
βιαστικός πόνος στην μέση·
..... απλά κινηματογραφικά πράγματα.·······





ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΣΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ
Από βραδίς η πέτρα είχε αρχίσει κάποιους γενναίους τρεκλισμούς
κι ο σκύλος προαισθάνθηκε την πτώση.
Ήταν και μια αθόρυβη αράχνη που γυρνούσε από τοίχο σε τοίχο
και ξεστόλιζε τα χριστούγεννα·
- «Λέγε ψαλμούς κι εγώ θα σε τιμώ...»
- «Το κεφάλι μου! Ώχου το κεφάλι μου!»·
ούρλιαξε το σπίτι
κι έτρεξε στα παυσίπονα...
Είχε διαπιστωθεί καρκίνος στα θεμέλια·
ίσως έφταιξε η υπερθέρμανση της μνήμης του,
ίσως ο υπερκαταναλωτισμός της μοναξιάς,
ίσως η υπερσυγκέντρωση της σκόνης...
Το σίγουρο είναι πως δεν ευθυνόταν ο πλανήτης!


ΑΛΤΡΟΥΪΣΤΡΙΑ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Περίπτερος καταιγίδα
ήξερε να αφηγείται φτερά οιωνών
να προοιμιάζεται πολέμους
με οπές παιδικού μυδραλιοφόρου κατάστηθα στο αδιάβροχο
με κάτω τον γιακά
δεν έπεφτε – ούτε καν γλυστρούσε·
ισορροπούσε σε αετωμάτων τα κενά.
Αλτρουίστρια καταιγίδα
χρόνια υγρών αγέρηδων
φρόντιζε τα σκουπίδια μες στην πόλη
κοιτούσε ηλιοστεγή την ζωή
τόσο μακριά! ... ως την απέναντη μαρκίζα.

-Περίπτερος = (αρχαιοελληνική)· αρχαίος ναός που έχει κίονας (στήλους) και στις τέσσερεις πλευρές του.
-Προοιμιάζεται = (αρχαιοελληνική)· προλογίζει.
-Οιωνός = (αρχαιοελληνική)· σαρκοφάγο πτηνό – όρνιο που μελετώντας την συμπεριφορά του, εξηγούσαν τον μέλλοντα καιρό.



ΘΑ ΤΑΞΙΔΕΥΑΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΛΟΣΤΡΟΜΟ
Επιστρέφαμε από γειτονιές πυγολαμπίδων
με νανουρίσματα καυγάδων και σάπια τριξίματα αυλόπορτων∙
αγαπούσαμε εκείνους τους ήχους ως πολιορκημένοι ιππότες...∙
συχνά, η κόκκινη γλώσσα, έβγαινε περίπατο σε κομπάζουσες φλυαρίες∙
λέγαμε: «δεν θα μεγαλώσουμε εξώ απ’ το ζεστό κουκούλι της φαντασίας»...
Χμ... εκεί που δεν φοβήθηκες τον δράκο – θα τον βρεις...!
Ατημέλητα, ανάγωγα παιδιά -εσκαφείς του «απέναντι» παγκόσμιου χάρτη∙
αυτόχειρας κι αυτός σε τοίχο σχολικό, με παιδικό, για μάτι, αποτύπωμα....
τα βάλαμε με την σκυφτή μας τύχη
την ξεμαλλιάσαμε
την σύραμε γριά στα πανηγύρια
στον πύργο των θαυμάτων – επιμέναμε- να μπούμε....!
Άλλοι μπορούσαν – έλεγαν – να κάνουν στο χαρτόβαρκο το πιο ψηλό κατάρτι·
ως πάνω φορτωμένο το αμπάρι ουτοπίες·
θα ταξιδεύαμε μακριά με τον τυφλό λοστρόμο·
σαν μασημένο έφτυνε καπνό τις μέρες
πιομένος,
όποιον ήθελε έσφαζε και χτυπούσε...
Τα πόστα είχαν μοιραστεί·
ούτε για ναύτες κάναμε, ούτε για καπετάνιοι·
θέλαμε να δεθούμε ως μαύρο νεκροκέφαλο κουρέλι
στον κρύο κρόταφο του ακέφαλού μας πειρατή·
Εμείς , οι ανώφελοι του παιχνιδιού, οι καυγατζίδες τιποτένιοι
-περίξεστοι των φόβων, εκ γενετής καταραμένοι –
διαλέξαμε να παίξουμε απ’ την πλευρά των πειρατών
γιατί μας άρεσε να’ χουμε γάτζο αντί για χέρι – πολλά όνειρα θα πιάναμε –
ρισκάραμε σε άνισα τρεχαλητά να χάσουμε το ξύλινο μας πόδι.
Καλά περάσαμε στο πάθος των ανέμων
τραγούδια από καυσόξυλο ναυάγιο...
Καλά περάσαμε ως σημαδούρες λανθασμένης πλεύσης
για θησαυρούς κασσέλια που μασήσαμε...
ένα καράβι φάντασμα
μες στον παλιό βυθό
μας περιμένει
του ταξιδιού τον χάρτη πια να σχίσουμε
ως πειρατές που κούρσευσαν μονάχα την ζωή τους...


-περίξεστος = ( αρχαιοελληνική ρίζα από το ρήμα περιξέω) ·ξυσμένος γύρω γύρω


ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ ΠΟΘΟΣ
Με δέος κοιτούσαν οι περιηγητές
λιτόγραμμο ελάφι σε τοιχογραφία·
πολλές χιλιετίες έφερνε πάνω του
κι ήταν να απορεί κανείς
πώς δεν είχε σκουριάσει το δόρυ στα πλευρά του·
η πληγή του ήταν ανοιχτή
κι όμως δεν πέθαινε.
Ξαφνικά, κάποιος κατάλαβε, πως το ελάφι δεν ήταν εκεί·
είχε βγει απ’ την άλλη πλευρά του σπηλαίου·
τοιχογραφημένος
μόνον ο πόθος του κυνηγού
να αιχμαλωτίσει την τροφή του.


Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ
Η απολογία των παραμυθιών· αρχίζω λοιπόν...· με προσέχεις;
Να με συντάξεις ως κείμενο πλαστό·
ως λέξη ανάποδη· ως μία άστοχη δικαιολογία αγωνίας στην άνοιξη·
ο δάσκαλος μας ετοιμοθάνατος!
Με τις καταιγίδες διαβρώθηκαν οι μαντρότοιχοι των παιχνιδιών·
η αυλή μας· τα θαύματα· ουούου!!!· φωνήεντα παιδικά·
θέλω τα σύμφωνά μου.
Με προσέχεις;
Θα καταστρέψω την αρμονία των ποιημάτων· έτσι·
... έτσι· έτρεμαν με τους ανέμους
έπεφταν ως μαλλιά ακτινοβολημένα·
ως γάντια άδεια
ως...
... σε κάνουν ό,τι θέλουν τα τοπία...
Δειλά μποτίνια έτρεξαν έτρεξαν έτρεξαν·
εδώ· ας ξαποστάσουμε· το τοπίο μας· μικρό κλάμμα στο μανίκι·
ως ερείπιο νοσοκομείο ψυχών
να με γκρεμίσεις·
με το ξερόχορτο σπαθί μου
άθαφτο
σ’ αφήνω στο παιχνίδι της ζωής να με νικήσεις...
εδώ· σε κακοήθη μοναξιά
φεγγάρι γενναίο ακροκέραμο στην άκρη μου
μια χούφτα πράσινο· τοπίο μου· βουνό φλεγόμενο της παιδικής μου ήττας·
αναστρέφομαι
σκύλος κρεμασμένος στην παγωμένη ουτοπία της ουράς του,
επανέρχομαι
λαθρεπιβάτης μικρών διαδρομών στο φτερό του εντόμου·
ταξίδι σε “πλήρες σελίδων” τετράδιο ιχνογραφίας
με τρεχαντήρι των σκαφόνερων
στην μποκαπόρτα κρύβομαι·
σε μνήμα υγρό ξεθαρρεύω
φάντασμα ατμοειδές
τον ήχο του ξύλινου ποδιού μου ακολουθώ
χόι χό χό
ρούμι απ’ τις φυματικές φλέβες του Στήβενσον
τολμώ και πίνω!

-Τρεχαντήρι = Μικρό πλεούμενο με μυτερή πρύμνη και πανιά.
-Ρόμπερτ Λούι Στήβενσον = (1850 – 1894)· πέθανε φυματικός. Συγγραφέας περίφημων έργων όπως «το πνεύμα της μποτίλλιας» και «Δόκτωρ Τζέκυλ – Μίστερ Χάυντ». Οι στίχοι: «Όλοι εμείς σε ένα βαθύ μπουντρούμι, χόι χο χο, μ’ ένα μπουκάλι ρούμι», είναι από το έργο του «Η νήσος των θησαυρών».


ΤΟ ΣΚΝΙΠΑΚΙ ΚΑΤΑΡΑΣΤΗΚΕ ΤΟ ΑΠΡΟΣΕΧΤΟ ΣΤΟΜΑ
Βρήκε στις μουχλιασμένες άκρες τις ραφές
κι όλες τις ξήλωσε·
καρκίνωμα στην παιδική καρδιά, την χόρτασε όλη...
Όποιος κι αν ζούσε άλλη μια μέρα θα βλασφήμαγε· γιατί έτσι·
όπως πέφτει ένας καιρός πάνω στον άλλο – έτσι
όπως η μυρωδιά βασιλικού τρίβεται στα δάχτυλα – έτσι...
_ «Άει σιχτίρ κι αυτή η άνοιξη κι η άλλη·
γέρασε η πληγή
γέρασε και δεν πονάει πια...»·
από νωρίς ξεκίνησε βρισιές να αλλάζει
να δοκιμάζει λόγια...
Είχε μια νευρικότητα. Κάτι δεν έκανε σωστά με κάποιες νότες.
Τα τραγούδια γρατζουνούσαν πάνω κάτω τον ουρανίσκο.
Ας ψάλλω -κατέλειξε-
Ελέησον με ο Θεός κατά το μέγα έλεον σου· αυτό ήτανε·
θα’ χαμε λάδι στο κανδήλι μας να καίει στις γιορτές.
Για να δούμε αν συμφωνεί και το κομψό σκουλήκι....
Βιαστικό πρωινό στόμα
κατάπιε μια γουλιά καφέ
μαζί, εκ λάθους, κι ένα ανίδεο σκνιπάκι·
_ «Την κατάρα μου να χεις!»· απείλησε η ψυχή του.
Σε λιγοστό καιρό
ο γλεντοκόπος Άδης
εκ πεποιθήσεως και χωρίς αναστολές
κατάπιε
την ατυχή φιγούρα
μαζί και το απρόσεχτο της στόμα...



ΑΣΕΜΕ...ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΩ...
«Άσεμε» είπα «θα τα καταφέρω».
Η βροχή μου έτρεχε
τα μάτια της άνοιγαν τα τετράδια μου·
ήμουν αδιάβαστο
αμελές
σπάργανο νύχτας·
παλιόπαιδο
έσβησα μολυβογράμματα
έσχισα σελίδες
μάσησα γομολάστιχες
α, μουτζούρες
α, παλάμες χαρακωμένες
κτυπημένες πέρα ως πέρα
από κατάρες ανέμους και τα λοιπά αμεταχείρηστα της τύχης μου στολίδια...
Ποιός με μοιρολογούσε
και τ’ άκουσα κι εγώ σαν «Κύρου Ανάβαση»
«Κύρου Κατάβαση»·
με διαπέρασε το βογγητό αλόγου
που έσυρε άμaξες πολλές
αν και κουτσό...
«Άσεμε « είπα «θα τα καταφέρω!»
Διύλθε η ζωή απ’ τα οστά της μέρας·
τραίνο στην απότομη πλαγιά του ονείρου·
εικόνες διάφανες που έδειχναν του “πουθενά” το κάτι·
«Άσεμε» είπα «θα τα καταφέρω»...
και μαγισσών σκουπόξυλα προσφέρθηκαν
ακριανά στον παιδικό μαντρότοιχο·
για μια αυλή θαυμάτων όλα έγιναν
για μια αυλή θαυμάτων κι όσα δεν έγιναν.



ΚΡΥΣΦΥΓΕΤΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΜΠΑΜΠΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΕΣΦΑΞΑΝ ΤΟΥΣ ΚΛΕΦΤΕΣ
Δεν υπήρχε τίποτα
μόνον ένας κάμπος θερισμένης γης·
απόμαχες σκιές γεωργών έτρωγαν βολβούς
πικρούς – μπορεί και σάπιους...
«Μάθαμε, μάθαμε στο σάπιο»... είπαν
«είμαστε ευτυχείς από το σάπιο...»
κι έτσι κοντοσταθήκαμε
με αγγεία ματωμένα μες στα βλέμματα
και σκοτεινά ρουθούνια – φεγγάρια νόμιζες-
σκοτεινά ρουθούνια κοκαϊνης...
ούτε οι λύκοι δεν μας ήθελαν...
κι αν πεις για τα σκουλήκια... αν και μας γυρόφερναν
δεν ήθελαν από το σώμα μας να βγουν
στα τατουάζ μας πάνω να σαλέψουν...
δεν υπήρχε τίποτα
μόνον ένας κάμπος κλοπιμαίους χωματόλιθους·
κρυσφύγετα του Αλή Μπαμπά που του έσφαξαν τους κλέφτες.
Να πηγαίνουμε λες;
Ε, ναι, αφού δεν υπήρχε τίποτα, μόνον ο κάμπος...


ΒΓΑΛΕΜΕ ΣΤΟ ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟ - ΝΑ ΠΑΙΞΩ
Ένα ξεφούσκωτο μικρό τόπι παρακαλούσε τον πατέρα του:
«Ας είσαι πεθαμένος· αγάπαμε και βιάσου·
στις πλάτες σήκωσέμε· δεν μεγάλωσα...·
κλέψεμε απ’ το όριο·
κήπος φυματικών με γυμνοσάλιαγκες
κήπος καρκινοπαθών με περιστέρια
κήπος αυτοκτόνων με διψασμένο απότομο χρώμα τυφλό...
κήπος, με πλάι στα βαριά τα άοσμα φυτά του, την μάκελλα
να γλύφει την σκουριά άνυδρων περιπάτων...
...από την ώρα που στον κύκλο μου γεννήθηκα
με κυνηγά
ο σκοτεινός ο κήπος...
Ας είσαι πεθαμένος·
βγάλεμε στο χωματόδρομο να παίξω...»

-Η μάκελλα = (αρχαιοελληνική)· η τσάπα· (από την αρχαιοελληνική μάκελλα προέρχονται οι λέξεις μακελλειό, μακελλεύω, παρ’ όλο που καθιερώθηκαν ως ξενικές).



ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ
Ρακοσυλλέκτης· ζούσε απ’ το “υπόλοιπον” ·
έψαχνε μισό εκ του μισού, να το εκποιήσει ολόκληρο·
συνήθως αργοβάδιζε στις εκκλησίες των τοξικομανών·
σ’ εκείνες τις χωρίς σταυρούς
καρικατούρες των καιρών
όπου άκλαφτα λείψανα
αστήριχτα μπορούν να περπατάνε....
Ρακοσυλλέκτης· ως μνήμη των νερών, ως έμπορος στοών σε κνήμες ηρωίνης·
ως ψάλτης σε εκκλησίες τοξικομανών·
πλατείες αγέρηδων
που μοναχά ο καθαριστής τις πλησιάζει...


ΑΣΕΜΕ ΝΑ ΜΕ ΣΠΑΤΑΛΗΣΩ
Προλεγόμενα μάτια· γηρασμένες τέντες, εγκαταλλελειμένα προαύλια
μπορούν, γιατί να μην μπορούν; και κλαίνε από ποτάμι στερεμένο·
λειψομερή αγκιστρωμένα στην προοπτική τους
τα βλέπουν όλα με ευκολία·
τέτοια διαύγεια σε ορατότητα μηδέν!
... κάποιος –μουτζουρωμένος βέβαια- ανάβει από μέσα τους το φως·
εσκαφέας
ξεκινά όλους τους δρόμους απ’ τα γέρικα τα κακοποιημένα μάτια εποχής·
μάτια ήσκιων
μάτια άδειων γαντιών·
ξοδεύουν τις γρατζουνιές τους...
__ «Τόσα φώτα καίνε τσάμπα»·
είπε ο τσιγκούνης που μας ήξερε καλά
__ «Άσεμε να με σπαταλήσω!
Πώς θα με δω αν δεν με ξοδεύσω;»
Μάτια χιονοσπηλιές· ο λύκος μέσα τους τρώει τον σπόνδυλό του·
ο χρόνος ίσως τα’χει λυπηθεί
του λύκου τα μάτια του θηρευμένου από τον παγετώνα
του εκ νεκρών αναστημένου
του εκ παραμυθιών ξανά και ξανά και ξανά σφαγιασθέντα
του ευγενή των σελίδων αυτόχειρα...
Στην άκρη της τρίχας του ισορροπιστής – έγινε η περιπέτεια του
το πίστεψε πως ήταν αυτός η εικόνα του!
Τα μάτια του εν τέλει – τι νόμιζε;- κοιτούσε
με ό,τι έχουν μέσα
έκλεψε τον μικρόκοσμό του σε πολλά καρτέρια ξάγρυπνος
α! του τον κλέβουν φουκαριάρες ψευδόφιλες μέρες...
λύκος ολομόναχος στο σπάργανό του· χορτασμένος πέτρες, έτσι κι αλλιώς...
Ε... χμ... μπορεί μια ύπουλου καλοκαιριού πυγολαμπίδα να του αφήσουν
αν – λέω αν- τον λυπηθούν οι κλέφτες
οι καλλίτεροι, που έπονται από εκείνον, ως ατυχείς συνέπειες σχεδιασμένης ευτυχίας...
Όταν χορτάσεις πια το θήραμά σου
αρκεί η πυγολαμπίδα για να δεις
πως έφαγες, πως ξέσκισες, μόνον τον εαυτό σου.···


ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

Φορούσε καθ’ εκάστην την ραχοκοκκαλιά του δράκου
και περπατούσε πλάι στο σκοτάδι·
οι αναμνήσεις παραμέριζαν να περάσει
επειδή το καλό στόμα του παραμυθιού
μεγάλωσε την φλόγα του κι έκαιγε τις σελίδες...
Όλην την νύχτα, ο δράκος έκλαιγε ακριανά στο παραμύθι
και τα παιδιά, τί να κάνουν...; τον είχαν λυπηθεί·
του έταζαν πως στην επόμενη σελίδα θα ζούσε.
Η μάννα όμως, ήθελε οπωσδήποτε τον δράκο σκοτωμένο
κι όλο έφερνε ιππότες και τοξευτές μέσα στα λόγοια της·
αποκλείεται να ασωθεί στην τελευταία σελίδα...
Απαρηγόρητος ο δράκος
δάγκανε το σκοτάδι για να βγεί
μούσκευε το χαρτί για να το λειώσει·
τίποτα δεν κατάφερνε·
είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν τα βέλλη,
δίχτυα, σπαθιά, δόρατα....
Κανείς ενήλικας δεν θέλει το καλό ενός δράκου
γι’ αυτό και τα παιδιά συνωμώτησαν με τα γέλια τους·
-σήματα κινδύνου στον αέρα:
«σώστε τας ψυχάς μας»
άρπαξαν απ’ το στόμα το παραμύθι και το έσχισαν·
έτσι ο δράκος θα ζούσε
και στις επόμενες αφηγήσεις...

-«Σώστε τας ψυχάς μας» = Το περιεχόμενο του ναυτικού σήματος SOS του Μόρς.

ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΣΑΠΙΖΕΙΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ....
Το τσιγάρο, το φεγγάρι και το χέρι ενδιάμεσα...
χώριζε – ένωνε εντυπώσεις....
Χμ... θα δυσκολέψει η αποσύνθεση, το βλέπω... δύσκολο να σαπίζεις ψευδαισθήσεις...
Πόσα φεγγάρια ρούφηξε αυτό το υγρό τσιγάρο
πόσα άφησε – καρκινογενής κι ευδαιμονούσα νικοτήνη –
ως μία διάτρητη φτυσιά στο μέσον του νιπτήρα;
σκάλισε νύχτες
με ένα κλάμμα φλούδα παλαιού καιρού...
αναβόσβηνε ουτοπίες·
απολεσθέντων συναισθημάτων συρτάρι μισοφέγγαρο·
ό,τι είχαν χάσει οι ζωές, εκεί το εύρισκαν,
μόνον που να το πάρουν πίσω δεν μπορούσαν
ούτε τοις μετρητοίς
ούτες επί πιστώσει...··
Το τσιγάρο, το φεγγάρι και το χέρι ενδιάμεσα...
χώριζε – ένωνε εντυπώσεις....
Χμ... θα δυσκολέψει η αποσύνθεση, το βλέπω... δύσκολο να σαπίζεις ψευδαισθήσεις...
Άθλαστο χέρι· αυτόχθωνο σελίδων·
σπασμούς πολλούς, ζωής σαθρής και παραπαίουσας, συνέγραψε σ’ ένα τομάρι ματωμένο επάνω...
έσφαξε τα ρυάκια, τις πηγές
με όλα τα δάχτυλα να παίζουν με τις βδέλλες.
Αργοσαλεύει τώρα σε ενάκανθα χειρόγραφα·
μισεί ό,τι μνημόνευσε: τους πόνους!
Χέρι του φεγγαριού και του φθηνού τσιγάρου
χέρι που από θάνατο σε θάνατο γυρίζει· άκαρδο·
ούτε κανδήλι άναψε σε φίλους πεθαμένους,
με κάθε χούφτα κόλλυβα χόρταινε τα σκυλιά...
.... πφ! ... καλλίτερα ας θαφτεί μακριά απ’ το σώμα μου
ιδάλλως θα ξεφλουδίζει νύχτες μες στα χώματα·
με απροκάλυπτα χτυπήματα
ως έχει συνηθίσει-
πάλι και πάλι, αναίτια, θα με ξυπνά...
δύσκολο, δύσκολο να σαπίζεις ψευδαισθήσεις.

ΑΝΗΛΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Παλιά οθόνη, συνοικειακή·
κατάστηθα προβλήθηκαν τα χρόνια·
λεπτομέρειες από χάδια γιασεμιών,
στραβά καπάκια, τυφλές χαρτοσαϊτες
και οι καπνοί σιγαρέττων
ως τελευταίοι καρκινοπαθείς ήρωες
έκαναν ρωγμές στα πλάνα·
κομμάτια θύμησες εδώ κι εκεί·
πού να αφιερώσεις την σελίδα σου, και μάλιστα άγραφη;!
Αν ήσουν παραμύθι με την λάμια μέσα του να φοβερίζει
θα βρισκες παραλήπτη του δράκου την καρδιά και το αυτί πολλών δαιμόνων.
_ Αλλά δεν είμαι;
Είσαι. Είσαι. Ο καρκίνος τρώει τις σελίδες σου·
να, τώρα θα λείπεις απ’ τις εξελίξεις.
_ Ήμουν καλό; Με αγαπούσαν τα παιδιά;
Καλό ήσουν αλλά απείθαρχο.
αρνήθηκες να χημιοθεραπευτείς,
ούτε καν παυσίπονη μορφίνη για τα ουρλιαχτά σου·
βρήκες το αυτοκτόνο άκρο του θρανίου σου
να σταθείς και να πιάσεις τα γέλια...·
ήταν το τρύπιο του κακού μας μάγου το καπέλλο εκεί
περνούσαν από μέσα του σπίθες οι λύπες...
_ Δεν ήμουνα προσεχτικό;
Δεν ήσουνα....
δεν είχες
-α, το καημένο, το λιγόμυαλο,
δεν είχες μεγαλώσει...

ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΑΝΗΣΥΧΟ ΟΛΗΝ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ
Γηραιά σκόνη, αρχόντισσα, με ανάσες βαθιές πρόσεχε μην της κλέψουν τον χρόνο απ’ την μπιζουτιέρα·
ένα μπουκαλάκι άρωμα θύμιζε μόνον στολίδια – αγγίγματα
από κενό σε κενό.
Βέβαια, ήταν ακόμα εκεί .ευγενή χειροφιλήματα πορσελάνης, αποτυπώματα μικρών αποχωρισμών, λειωμένες παραστάσεις, ευπαθή αχνάρια κι ιστοί, πολλοί ιστοί, ερωτοτρόποι δραπέτισσας αράχνης...
Ήταν κι η καρδιά ακόμη εκεί
με λίγη κίνηση απαλή μες στην κλειστή βεντάλλια..
κι όμως, κι όμως
το πορτραίτο ανήσυχο όλην την νύχτα
μάζευε την λύπη της ακαταστασίας μέσα στο βλέμμα.....
προς το ξημέρωμα, η εικόνα τυφλή, σκόνταφτε δεξιά και αριστερά
μέσα στην ίδια την εικόνα της
γιατί ο χρόνος είχε κλαπεί από το σπίτι...

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΠΙΑ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΕΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Τα δεινά της ποίησης μεγάλωναν στην επίτομη εγκυκλοπαίδεια...
Δεν είχε πολύ, ούτε ανεπανόρθωτα γεράσει, αλλά, όπως συμβαίνει σ’ όλες τις βιαστικές φιγούρες,
είχε κι αυτή χάσει τα καλοκαίρια της, στις γρήγορες – και κυκλικές- διαδρομές.
Για την ποίηση μιλάμε... Μην μας μιλάς πάλι για σένα... Δεν θα σ’ ανεχθούμε άλλο...
Για την ποίηση λέω – λοιπόν... λίγο βαριά στο βλέμμα, αν και με βαθύ στολίδι κάποια ακόμα ησκιοπνοή, μιας γρατζουνιάς φιλιού στα άκρα των βλεφάρων, κι ένα λοξό που εύθυμα γέλασε, στα χείλη της καπνό
σ’ ένα φυλλορόισμα συναισθημάτων, αχνή· νωχελικής θλίψης περιπάτων
απομεινάρι τούλι καλού φορέματος,
είχε χάσει τα καλοκαίρια της·
με τις πυγολαμπίδες, τα τριζόνια, την ρετσίνη
τα’ χε χάσει...
Τώρα. Πες μας τι γίνεται τώρα. Και σου εφιστούμε την προσοχή πως για την ποίηση μιλάμε, όχι για σένα.
Προσεκτική η ποίηση την νύχτα
αθόρυβη
στηρίζεται στα δεκανίκια
να προλάβει τις απουσίες·
έτρεχε από εδώ κι από εκεί, ο καιρός τους
ούτε που ήξερε που ήθελε να φτάσει...
τα χέρια εγκατέλειψαν τα χάδια τους·
έπιασαν χαρτοκόπτες
να σφάξουν τις σελίδες...·
« άντε να κοιμηθούνε»· είπαν οι πληγές
«ας κοιμηθούμε»· συμφώνησαν κι οι γάτοι...
η ποίηση δεν μπορεί πια να προλάβει αυτόν τον κόσμο!

Ο ΜΑΓΟΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΠΑΡΑΜΙΛΑΕΙ...
Τοτέμ αργεί να φέρει την βροχή·
ο μάγος της φυλής παραμιλάει...
χορέψαμε ολόγυρα απ’ την φλόγα μας κι εμείς,
στο μυτερό μας δόντι κρεμάσαμε ουτοπίες,
μνησικακίσαμε θεούς και βλασφημίσαμε την ξηρασία...
Ας είναι...
αφουγκραζόμαστε τον άνεμο να γλύφει στάχυα...
Καμμιά φορά, μπορούμε και να κλαίμε.
Για ποιό πράγμα; Για το τοπίο... το τοπίο μέσα μας... όχι... για το τοπίο αντίκρυ...
Κοίτατο – κλάψε – όχι δεν μπορώ.
Κλάψε σου λέω – κλάψε.
Κοίτατο:
Ντράπηκε να περπατήσει
έξω απ’ τον βάλτο του το χνότο...
βυθίστηκε στον βήχα του·
σπάραξε πάλι το τοπίο
σπάραξε
σπάραξε...·
ασθενής ετών 27· καροτσάκι διαδρόμου... άδειο.

Ο ΤΟΙΧΟΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΕ ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙ ΜΕ ΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΓΕΜΙΣΕ ΤΟ "ΑΔΕΙΟ"
Προς τα θεμέλια, σκουπίσαμε καλά και βάλαμε στρωσίδι·
«να μην σαπίσει από κάτω» είπε η μάννα
το ανάγλυφο κασσόνι με νυσταγμένα τούλια και λοιπά σε σβόλους ναφθαλίνης·
κοιμάται το φεγγάρι μέσα του, λίγο γυρτό στο πλάι,
κάναμε και ύπουλη ραγισματιά να το ακούμε πως βρίζει απ το ρόγχο του
και πως τακτοποιεί σπάταλους όρκους στις ρωγμές του·
. αν θέλει ας παραμιλά – δεν μας πειράζει.
Για την μεγάλη ησυχία θα φρόντιζε ο τοίχος·
έκρυψε στο σουβά , του ρολογιού το μάτι και το αυτί και το χρυσό του δόντι,
χάιδεψε την αράχνη του, ξεντύθηκε ένα προς ένα τα επίμονα πορτραίτα
λευκός, όχι και τόσο, ορθοστάτησε, να θυμηθεί το «άδειο» με τί το γέμισε και πώς;
Μια μερμηγκοφωλιά στην βάση του συνέχιζε την ανοικοδόμηση,
πολλά αποτυπώματα δακτύλων, ασυννενόητα, τον έγλυφαν πάνω ως κάτω...
Το «άδειο» πώς το γέμισε, με τί;
τόσες βεντάλλιες πώς υποκλίθηκαν ταυτόχρονα;
γιατί όλοι ούρλιαζαν πως κόπηκε ο αέρας;
Κλητεύτηκε ο Σέρλοκ Χολμς να απαντήσει·
άπλωσε λουμινόλη σε όση είχαμε αποξηράνει άνοιξη
πολύ κρυμμένο αίμα εμφανίστηκε εκεί και ίχνη από μικρά κτυπήματα ημερών οξυδωμένα...
«Το ρολόι αυτό ξυπνά τις πέτρες» είπε η μάννα·
ο λεπτοδείκτης κινείται πολύ γρήγορα ή είναι ασάλευτος;
οι ώρες του πέφτουν ή κρύβονται;
το αλόγιστο τικ τακ είναι χτύπος οστών που τρίβονται
ή ξυλοπόδαρο του χορτασμένου πειρατή που ρεύτηκε το παραμύθι;
Το «άδειο» πώς το γέμισε, με τι;
Ο Σέρλοκ τίναξε την πίπα του σκεπτόμενος·
τον ήσκιο, που κομμάτιασε η λύπη, σ’ ένα ντοσιέ στοιχείων ελλειπών περιμμαζεύει·
την σκοτωμένη αγάπη μεταμοσχεύει στον καιρό....
αγωνιούσαμε...·
ποιό σπλάχνο θα κατέδειχνε πως θάφτηκε και γέμισε το «άδειο»;!
Πάνω που θα εκλιπαρούσε ο ένοχος καιρός για μια συγνώμη,
το κασσόνι με πνιγμένο το φεγγάρι έτριξε...·
«κάποιος μέσα του το ‘‘άδειο’’ σκάβει» είπε η μάνα·
της κλείσαμε το στόμα με κουρέλι, της σφάξαμε την πρώτη αναπνοή
πετάξαμε τον κτύπο απ’ το ρολόι
μα έμειναν, το μάτι, το αυτί και το χρυσό του δόντι...
Ρίχτε το σπίτι! Ρίχτε-το! Ας είμαι μέσα!

-Σέρλοκ Χολμς = Κεντρικός ήρωας των αστυνομικών έργων του Κόναν Ντόυλ.
-λουμινόλη = χημική ουσία, που όταν απλωθεί σε ένα καθαρό σημείο, εμφανίζει το αίμα που εκεί προϋπήρχε – ο χρωματισμός της ένδειξης της λουμινόλης στα ίχνη του αίματος, είναι πράσινος. Την ουσία χρησιμοποιούν οι ερευνητές εγκλήματος.


ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΕΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΕΡΑ ΝΑ ΜΠΕΡΔΕΥΕΙ ΤΩΝ ΝΕΚΡΙΚΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜώΝ ΤΑ ΙΧΝΗ...

Οι νύχτες είναι τρομερές με τον αγέρα να κτυπά τα ξώφυλλα·
περνούν γέρικες σκιές
με το ένα τους το σάπιο δόντι να γελά
με μάτια κούφιο χιόνι...
Οι νύχτες είναι τρομερές με τον αγέρα να εξαντλεί τα ίχνη·
γλυστρά σκυφτή ψυχή
ρακοσυλλέκτη ακήδευτου που βλασφημά την στάχτη...
Ταρίχευε η αγάπη τον καιρό·
ίχνη στο σώμα – σώμα στο φέρετρο
ίχνη στην φωτιά – φωτιά στην στάχτη
ίχνη στο φέρετρο
ίχνη στην στάχτη
ίχνη στα ίχνη
τα ίχνη μας στον άνεμο
ξεγυμνομένοι κεραυνοί
κρυφακούουν τις καταιγίδες
σώματα δρόμοι
κρατούν ίχνη
ίχνη «είμαι ο φονιάς μου»
ίχνη «μην με κρατάς· άσεμε πια στο χώμα μου να φύγω...»
εδώ τα ίχνη· κατάστηθα! Πού κοίταγες;!
Οι νύχτες είναι τρομερές με τα ενήλικα τους χρόνια ολομόναχα στην άκρη της θερμάνστρας
να αποζητούν επιστροφές απ’ την ανήλικη τους άγνοια
αλλά δεν μπορούν πια – πίστεψετο- να βρουν τις αλάνες τους
ούτε να παίξουν στο χιόνι· τα αρθριτικά τους σε κακή κατάσταση
κι έχουν μια απέχθεια σε χωματόδρομους και ανηφόρες
γι’ αυτό βάζουν τα αστεία τους να θυμώνουν κάπου- κάπου, να τσακώνονται
και τα ποιήματά τους να ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες σε υπόγεια ταβερνεία
κι ύστερα... ύστερα οι νύχτες είναι τρομερές με τον αγέρα όλα να τα υπενθυμίζει ·
την μάνα προ πάντων που πέθανε σκυμμένη στην λάμπα·
αν στεκόμουν κι άλλο επάνω στο μνήμα, λες να άνθιζε κάποιο λουλούδι;....
Ήταν ο ψυγματοσυλλέκτης του μεγάλου παιχνιδιού, εκείνο το μικρό μου άλμα στον ανεμοφράκτη·
τότε έπρεπε «Να θυμάμαι να με θυμάμαι»...
Όταν στολίδι έμοιαζα στον κυρτό λαιμό της μέρας και δορυφόρος που τον καιρό προβλέπει,
τότε έπρεπε «Να θυμάμαι να με ξεχνώ»
... Ξέρω ακριβώς πότε έζησα και πότε τα πρακτικά της πληκτικής κηδείας μου αρχειοθετηθήκαν...
Με μια στο μέτωπο βιασύνης χαρακιά -πλατύπους αχθοφόρος της κατάρας-
τσουβάλια ησκιοπολτούς από παιχνίδια μαλθακά και παρτιτούρες κακόφωνες
μετέφερε στου πουθενα την άκρη·
σιγάάά· μην σπάσει το φορτίο..! Σιγάάά!
Ταξίδια άβυθα, το δάκτυλο μετακινώντας μόνο πάνω στο χάρτη·
με τα άγουρα βερύκκοκα στις τσέπες- κλέφτης ανήλικος που τίποτα δεν μαρτυρά
πώς τσάκισε τα γόνατα στης μοίρας τα κλαδιά,
πώς βρήκε σε σκοτεινές σπηλιές πειρατικά οστά,
πώς έφυγε την ώρα που γεννήθηκε απ’ το στενό του «κάτι».
Οι νύχτες είναι τρομερές με τον αγέρα να αφηγείται τις απουσίες των φεγγαριών
καθώς μετρούν τους ελιγμούς τους στις αυλές των παιδικών ψιθύρων ·
τα χόρτα είχαν ξεραθεί κι ήταν αδύνατον εκεί, ο μικρός μπερτές να ξαναβρεί τις φιγούρες του·
το κερί είχε λιώσει, τα γέρικα σαλιγκάρια αργοβάδιζαν άσκοπα
κι ο πολυχρονεμένος μας Βεζύρης πέθαινε από καρκίνο στο αίμα...
πυγολαμπίδες σβηστές...
Πάει ο καιρός...
σε χαρτοκάραββα ταξίδευσε- ναυάγησε·
ό,τι κι αν βρεις μες στους βυθούς
πνιγμένο θα’ ναι...
Δωσίδικος πολιτεία·
τα φώτα έσπαγαν
βιτρίνες πρόσωπα
έσπαγαν
πρόσωπα φώτα
στην αιχμή της γκριμάτσας
στην γρατζουνιά του θανάτου.
Οι ζωές άφηναν τα κεντήματά τους μισοτελειωμένα·
έτρεχαν στα παράθυρα να δουν
τις ξυλότροχες νεκροφόρες που περνούσαν πλάι στις πικροδάφνες·
με τα μπράτσα στηριγμένα στα πρεβάζια
πώς έπεφταν να δουν, από τις πλάτες τους,
οι σκιές...
_ «Δρομές! Δρομέας!» ·
θαύμαζαν οι φωνές.
_ «Σιγά την υπόθεση»· είπε ένα σκυλί· «..εγώ τρέχω σε όλη μου την ζωή και κανείς δεν μου έδωσε μετάλλιο»

Οι νύχτες είναι τρομερές με τον αγέρα να μπερδεύει των νεκρικών διαδρομών τα ίχνη...

-ο, η δωσίδικος = Υποχρεωμένη να δικαστεί για κάτι.

Η ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΠΛΟΚ ΕΤΡΩΓΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΜΑΣ...
Ώστε με γνωρίζετε;
βιτρίνα παλαιοπωλείου εμπορεύτηκε την σκόνη της·
προθήκη γεγονότων
πλέον άδεια·
είχαν φύγει...
τα γεγονότα στις επαναλήψεις τους είχαν φύγει
κι όποιος δεν γνωρίζαμε
είχε φύγει....
όποιος δεν γνωρίζαμε, αν και συνένοχός μας...
Η ζωγραφιά στο παλιό μπλοκ,
ήταν η αφετηρία της καρδίας·
εκεί μέσα έπαιξαν τα καιρικά φαινόμενα
και οι μικροί δράκοι ανταγωνίστηκαν την αμνησία.
Το σπίτι, ο άγριος άνεμος, μισός καυγάς χαλάζι...·
το παραμύθι καλά προφυλαγμένο·
όλα τα φρόντιζε η ζωγραφιά·
η ζωγραφιά στο παλιό μπλοκ
που έτρωγε την υπογραφή μας...

ΜΙΑΣ ΡΟΥΦΙΑΝΑΣ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ...
Ανέμων αετώματα
στης νυχτερίδας της παράφορης το αθόρυβο δόντι·
ανάποδα μόνον αν σταθώ, το αίμα θα ζεστάνω...
δέντρα· πυχτό σκοτάδι τελευταία·
ποιός κρύβεται εκεί μ’ ένα μπαζούκας;
τελετουργεί με θηρεό πάνω στα βλέφαρα
κρέμομαι – όχι δεν πέφτω- ακόμα στον κόμπο της γραβάτας του
λίγο πριν για πάντα να λυθεί...
Ανησυχώ μήπως κι εκεί στην άκρη, φοβηθώ...·
μήπως και αρχίσω το ένα πίσω απ’ το άλλο να δοκιμάζω σιδερόχερα
για κάτι να αγκαλιάσω...·
όσο η απουσία μου πλησιάζει στις απώλειες της,
ο θόρυβος από ζημιά παλιόπαιδου, πιο εκκωφαντικός και φλύαρος·
ως να’ μαι στηθοσκόπιο, τελεσίδικής μου πια πνευμονοπάθειας,
που απότομα το οξυγόνο φέρνει σε ύποπτη ταχυπαλμία·
ακούω τη γη να μουρμουρά το ο,τιδήποτε·
χορτάρι, σε κεκρύφαλο καιρό
μεγάλωσα – εκ τύχης – κάτω από τόσα βήματα...·
όρεξη να’ χουν τα βελάσματα να τρώνε...!
Κάτι μπορεί και να σημαίνει το ότι αγαπούσα τις ουτοπίες,
το ότι ξεθάρρευα με τις αιμοπτύσεις... το ότι μετρούσα διαδρόμους στο σανατόριο...
Με προετοίμασαν για κάποιον κύκλο ασφυκτικό και για τον τρόμο
τίποτα δεν μου άφησαν στην τρύπια μου παλάμη·
σημαδεμένη ήμουν τράπουλα και κάλπικα τα κέρδη...
έχε καλώς·
μίας ρουφιάνας ψυχραιμίας κληρονόμος
τον μόνο θησαυρό που απ’ τους βυθούς ανέσυρα
ήταν οι ξυλοκίνητες σκιές του παιδικού μπερτέ·
στο πλάι του κεριού θα παίξω ως το τέλος!

-ο κεκρύφαλος = Ο δεύτερος στομαχικός σάκος των μηρυκαστικών ζώων.
ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΓΑΝΤΙ ΚΟΜΗΣΣΑΣ ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ Η ΧΟΡΟΕΣΠΕΡΙΔΑ...
Υπεροπτικά κεφάλια έβαφαν τώρα σε λευκό τις χτένες τους·
η αγάπη είχε ενηλικιωθεί σε ευσεβείς φαντασιώσεις·
αν δεν έχεις γάντι κόμησσας μην περιμένεις και πολλά να αποδώσει η χοροεσπερίδα...
Ναι.. λοιπόν... ήθελε να φτιάξει τις γωνίες της
να προετοιμαστεί για τον χειμώνα·
σαντέν, καφτάς, οργάντζες... τέτοια... καταλαβαίνεις....
αρκούσαν
ένα μικρό σκαμνί να ακουμπήσουνε τα πέλματα
– ας υποθηκευτούμε σε βικτωριανές γκραβούρες-
λίγο αχνό φως, να διαβαστούν τα κεφαλαία γράμματα της εφημερίδας
και μια λεπτή πορσελάνινη τσαγιέρα
να κρατήσει τους ατμούς στις αναμνήσεις.
Ωστόσο, στην αποθήκη υπήρχαν πολλά στοιβαγμένα άχρηστα·
όσο κι αν έψαχνε
δεν κατάφερε να βρει τους χάρακες για τις ‘‘τετραγωνικές μοίρες’’·
...στραβοπόδαρα σκονισμένα χρόνια
κι άρχισαν κι όλας να βήχουν...
- «Αν είναι δυνατόν στο χαρέμι να γαμούσαν οι ευνούχοι;!»*
Τι έκπληξη!
Μουγγές πληγές – πώς κι έτσι διατηρήθηκαν μέσα στα κλοπιμαία;! –
ξόδευσαν βογγητά,
ξοπίσω μείναν απ’ το ‘‘μαύρο’’
ως βεβαιώσεις νεκρικές του καρδιογράφου
ως σύριγγες κενές
ως των θαλάμων γύψινες που πέφτουν οροφές
ως θρίαμβοι υπομονετικών πτωμάτων.
_ «Ας ούρλιαζες! Τι είχες να χάσεις;!»
ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ:
_ «Αν είναι δυνατόν στο χαρέμι να γαμούσαν οι ευνούχοι;!» = από μια αστεία συζήτηση, κουβέντα του αδελφού μου...

ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΗΣ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗΣ...
Κατάματα με κοίταξε κάτι απέναντι σαν σκονισμένη μπίλλια, κάτι σαν...
Η διάγνωση ήταν ξεκάθαρη: Ο Αι Βασίλης ήλθε!
«καρκίνος λέμφου αίματος κι ένα κουκούλι μνήμες»·
Τόσα πολλά δώρα;! Πώς τα κουβάλησες;!
Απ’ τις εξαιρέσεις- χόι, χόι μες στο χοντρό της καμινάδας παραμύθι·
χόι, χόι απ’ το φωταγωγό σαγόνι νεκροθάφτη που γελούσε.
Καλά, κι οι ήσκιοι; ύπουλοι, ευτελείς, τι θέλουν μες στο σάκο;
Άκου ερωτήσεις· διαμελισμένα απομνημονεύματα! Να. Αυτό.
Κι αν, λέω αν, είχαμε μια προοπτική, τι θα την κάναμε αφού στο λεύκωμα σχιστήκαμε όλοι...;
Το δυστύχημα ήταν η χρυσόσκονη σε αλεργικά Χριστούγεννα-
τα παιχνίδια έκοβαν τα κεφάλια τους όταν δεν έτρεχαν για χημιοθεραπείες...
Ο παλαιοπώλης – για τον άι Βασίλη μας έλεγες – Ναι, αλλά ήταν παλαιοπώλης... λοιπόν – βέβαιον αυτό- ερωτευόταν την πραμάτεια του...
όποιος έκλεβε, είχε ένα δώρο ‘‘κάπως’’ που να αντέχει...
Για μένα ήταν ένα αντίγραφο του Ρέμπραντ· ανατομία...
Η εικόνα μου ανατομία, αν και αγαπούσα το σκόρπισμα της παπαρούνας στους πέντε ανέμους...
Η εικόνα μου! Μίλαμας γι’ αυτήν με λίγα λόγια.
Τις περισσότερες φορές έσταζε άρωμα στα ρουθούνια και ξέβαφε η λύπη.
Ήξερε ιστορίες του κόμη Φραγκεστάιν και κατοικούσε σε αετώματα.
Όταν ξεκουραζόταν, κάλυπτε πάντα τις δαχτυλιές στο «πρόχειρο τετράδιο»·
διακοσμούσε προσθαφαιρέσεις κι ασυνταξίες...
τελευταία, είχαν μειωθεί οι αντιστάσεις της·
έπεφτε εύκολα·
έχανε την αλευρόκολλά της·
δεν μπορούσε να σταθεί στο εξώφυλλό μας.
Τσαλακωνόντουσαν οι γωνίες της.
Ξεφτούσαν τα χρώματά της.
Όλην την ασημόσκονή της, την φυσούσε το στόμα της τύχης·
την σκορπούσε πάνω απ’ το άδειο μου θρανίο...
Πάω τώρα – χαίρετε....
Α, πάω στα γέλια τους
τα γέλια τους φοράω σκουλαρίκια
Απ’ το υπόγειο γελούσαν
τράνταζαν τα θεμέλια
έσχιζαν το φωταγωγό
γελούσαν κι η σκόνη έπεφτε
δίπλα τους έπεφτε
στο ύψος τους στεκόταν
γελούσαν...
γελούσαν ευτυχώς
και με το κλάμμα που άνοιγε το φως
και με το σάπιο στήθος τους γελούσαν
«Ησυχία – Νεκροθάλαμος»
Τι κάνω εδώ, με τις παντόφλες μου ανάποδα;




"ΕΔΩ ΚΑΤΙ ΘΑ ΜΑΘΟΥΜΕ" ΜΟΥ ΕΙΠΕ Ο ΓΕΡΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΙΞΕ ΒΟΡΡΙΑΣ...
Αντικαρκινικό νοσοκομείο·
_ «Εδώ κάτι θα μάθουμε»· μου είπε ο γέρος που έτριξε βορριάς
σε ψευδοκρύσταλλο που θα’ πεφτε σε λίγο...
Καρκινολάγνα φωτογραφία. Χαμογελάστε.
μάζευε κεφάλια άτριχα· τα έστηνε στους αμπελώνες·
φοβόντουσαν τα πουλιά· ούτε μια ρόγα ζωής δεν έκλεβαν·
_ «Α,πα, πα· τέτοιο γεύμα να μας λείπει!»
και προτιμούσαν τις πλατείες·
εκεί τα ψίχουλα δεν είχαν ακτινοβοληθεί· ακόμα.···
πόνοι κομπάρσοι που θελαν μες στο έργο να διακριθούν, χάιδευαν τα χελιδόνια που αποδημούσαν...
πλανόδιοι φωτογράφοι, ξεσκόνιζαν πρόσωπα, ρύθμιζαν τα διακεκομμένα,
έστηναν φρύγανα κι ένα στο πλάι τόπι...
Γιατί; ... για τα γενναία μάτια με το κλάμμα τους μια πλάκα αλάτι·
έπρεπε κάτι καλλίτερο να δουν... ξεδιάλεγαν απ’ τις ανοησίες κάτι τόσαδα κινούμενα σχέδια...
Εδώ λιβάνιζε ο καιρός τις αμαρτίες του·
αχθοφόροι τραυματιοφορείς, σήκωναν τις ουτοπίες με τα ταξίδια τους, ως τον νεκροθάλαμο·
περνούσε ο νεκροθάφτης έντυνε, περνούσε η σήψη έγδυνε·
ξεφτούσαν οι πλεξούδες με τα χημικά τους χρώματα·
παρακαλούσαν τους ώμους τους να παραμείνουν· να κλάψουν για τις κηδείες τους...
αλλά οι ώμοι – το ξέραμε εκ πείρας- είχαν απωλέσει την ακτινωτή αλαζονεία τους,
είχαν κυρτώσει, είχαν ταπεινωθεί από βαριές αφές...
λυμένα όλα - τα σκορπούσε λευκέρυθρος γκρινιάρης άνεμος
έτσι του άρεσε· νεκρόφιλος ουτοπιστής, ήξερε τι έκανε «στο παραπέντε».
Οι καρκίνοι κατηφείς, υπέφεραν στον απογευματινό τους προαυλισμό·
τα κόκκαλά τους ούρλιαζαν πάλι...
Ανάμεσά τους – μπορεί και να’ χα τρελλαθεί – είδα τους παλιούς μου φίλους
τον Ντάφυ, τον Σιθλβέστρο, τον Μπαξ Μπάνυ
να ναρκοθετούν τον κήπο – να ανατινάζουν τα οστά – γέλια κινούμενα οι βόγγοι!
_ «Εδώ κάτι θα μάθουμε...»· μου είπε ο γέρος που έτριζε βορριάς
σε ψευδοκρύσταλλο που πα’ πεφτε σε λίγο·····
Οι καρκινοπαθείς θρήνοι θορυβούσαν πάλι; δεν θα ησυχάσουμε... ουφ...
αλλά ο κήπος αγαπούσε εκείνους που δεν πρόφτασαν να μιλήσουν για τον θάνατό τους·
που ήξεραν να ροχαλήζουν άστεγοι και σ’ έναν ύπνο χιόνι να τελειώνουν...
και τα στομάχια – ο κήπος αγαπούσε- που τα βρήκε η σφαίρα νηστικά·
μαύρα τριαντάφυλα στους δρόμους.
Με τα βλέφαρα της βροχής, ο κήπος έκλεγε, για τον μικρό χαμό·
το σκονισμένο αλάνι που έσερνε ως το σχολειό το φέρετρο του...
Βραδιάσαμε χωρίς τίποτα να μας πουν καινούργιο...
οι γωνίες τώρα του νοσοκομείου είχαν διπλωθεί·
το σκοτάδι έσερνε το καρότσι νοσηλείας από ύπνο σε ύπνο κι άλλαζε ορούς·
το χασμουριτό γκρίνιαξε για την φασαρία, το χνότο μουρμούρισε πως του έλλειπε το φιλί,
το τσιγάρο γύρεψε το στόμα του, ο πόνος παραπονέθηκε πως του έλειπε η εικόνα του·
βγήκε ο πράσινος νεκροθάφτης απ’ το παιδικό κόμικ
και τακτοποίησε στο ‘ ‘ άψε – σβήσε’’ τα παράπονα τους.·
Αρκετά με τις θεραπείες. Ήταν πια ώρα να κατέβουμε στο υπόγειο αρχείο·
εκεί αχνόπλεκε η αράχνη τον παιδικό μας σκούφο...·
_ «Εδώ σίγουρα κάτι θα μάθουμε...»· είπε ο γέρος που έτριζε βορριάς
στο πιο βαρύ συρτάρι...
γρήγορα παραβίασε φακέλλους
καταχράστηκε προσωπικά δεδομένα·
χαλούσε, τσαλάκωνε, πετούσε πέρα δψθέ και κατάχαμα την αμνησία...
έκανε θόρυβο πολύ εκκωφαντικό σχίζοντας καρδιές...
παιδικές στιγμές πανικοβλήθηκαν αγουροξυπνημένες·
πεταλούδες νυκτός
που θα τις έκαιγε λίγο μετά η λάμπα..
Χοντροκάπουλες θύμησες έκαναν επισκεπτήριο στων καπνών το ακροκέραμα.
Κάπνιζαν βαρύ χαρμάνι, λες κι ήταν ντεκές το κάθε παραπέτασμα...
Αλληλογραφούσαμε με τον «κάτω κόσμο»·
είχαμε πολλά να φοβηθούμε, ένας και δύο και κανένας.
Είχαμε πολλά να εξαγνίσουμε·
τα νεκρικά μας ρούχα χίλιες φορές και βιαστικά ήταν φορεμένα.
Σακκάκι του χιονιά με το λειψό κουμπί του
έμαθε πια να προπορεύεται κινήσεων ανέμου·
εν – δυό...
διαύγεια σκοταδιού – μάτι τόόόόσο!
Φλογισμένη πέτρα της Πομποιίας πήραμε φυλαχτό
εν – δυο! Ουλαμός!
Όσοι θέλουν να απολιθωθούν, να πάνε τελευταία αράδα.
΄Οσοι θέλουν να επιζήσουν, έτσι για το τίποτα, να παραταχτούν στο άκρον της σελίδας.
Οι καλλίτεροι μπροστά – για ένα μόνο άλμα από στήθος σε στήθος.
Εν - δυο, εν – δυό.
Πού πάτε; Να ρθουμε κι εμείς...
Ένας, δύο, κανένας· χαρακώματα· πόδι λειψό· κράνος ανάποδο.
Ερείπιο. Μνήμη – νυχτερίδα.
Εν – δυό...
Ρουφήξαμε ρακιά και τον ασκό του Αιόλου
παλαίμαχοι τεμπέληδες, ταξιδευτές της γειτονιάς μας....
Με αφηγήσεις το καλό ταμπάκο να γυρεύουν
κάναμε επιστροφές και δωρητών και δώρων·
με ό,τι θέλαμε πολύ γυρίσαμε στο σπίτι·
"Ό,τι ήτανε να μάθουμε - το μάθαμε" μου είπε ο γέρος που στα οστά μου έτριξε βορριάς-
ένα τομάρι αδειανό στην πλάτη μας
φορτίο είχαμε μόνο.


ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΙΟΥ ΣΟΥ ΟΤΑΝ ΑΦΗΓΕΙΣΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΜΑΣ...
Κανείς δεν μπορούσε πια να ανασηκώσει το φέρετρο. Κοιτούσανε αμήχανα απορριμένα. Πόσα κιλά να ζύγιζε η σκόνη και ποιός το παραγέμισε με χάρτες για σκουριασμένους θησαυρούς· αμπάρι έγινε με ένα σωρό φαντάσματα πιομένα.
Πειρατικό ολόκληρο καράβι! Πώς θα το έθαυαν;
ξεχύλιζε λάφυρα αίματα από πετροπόλεμους και άνεμο....
Κανείς δεν μπορούσε να ανασηκώσει το φέρετρο. Συμφώνησαν το βάρος να μοιράσουν εκείνοι που ήξεραν καλά από ψευδαισθήσεις:
Μία σχισμένη μπάλλα της αυλής που χρόνια πριν δούλευε λαθραναγνώστης παιδικών τραυμάτων και κάποιο παραμύθι, λαθροκυνηγός των αρωμάτων.
Είχαν ευσέβεια και όποτε η πόλη κηδευόταν φιλούσανε στα άρρωστα χείλη των καιρό παρηγορώντας τον με λίγες φρούδες λέξεις.
Το πιο πολύ απ’ το βάρος – το μέρος πίσω που πάντα παραπαίει – το ανέλαβε η μνήμη· αγρίμι, πήρε βαλσαμωμένο αετό στους ώμους· βαρύ το πέταγμα – το προς τα κάτω...
Ασύμφορος ετούτος ο νεκρός κι έμοιαζε να’ χει πληρωθεί απ’ όλους με δεήσεις!
Με μόνο ένα φτερό χελιδονιού, έσπασε το κρανίο!
Πώς είναι δυνατόν;
Ήταν βαριά η άνοιξη στα άκρα του περίπατου.
Ποιός έφταιγε γι’ αυτό; Μην μας πεις ο απόστρατος χιονάνθρωπος που ψάχνει το κασκόλ του. Δεν σε πιστεύουμε.
Μην κάνεις του κεφαλιού σου όταν αφηγείσαι τον θάνατό μας.
Καλά, καλά. Έφταιγε η παιδική αυλή που ξεπουλούσε μισοτιμής τα αρώματα, σε μία πόλη έμπορο καμμένης κηροζίνης.
Α, υπερβολές!
Ώστε θέλετε να σας το πώ;! Άμα τρομάξετε μην μου ζητήσετε τα ρέστα.
Πες μας. Πες μας πώς το κεφάλι μας δεν ήταν εδώ; Ποιός έριξε επάνω του τόσο βαριά την μέρα; Ποιός έφταιγε για το βαθύ του τομαριού μας το ψηφίο;
Έφταιγαν οι υποκλίσεις του Χατζηαβάτη....
Μας κορόιδεψες. Μας έκλεψες το τέλος της αφήγησης.
Έφταιγαν οι αυτιστικές φιγούρες του μπερτέ
που έσπασαν σ’ έναν καυγά καλοκαιριού τις σκιές τους...

"ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΣΤΙΣ ΠΑΛΑΚΙΔΕΣ ΜΟΥ;!"
Στάχτες σιγαρέττων βαρετών και απόγευμα κάμπια κίτρινη·
α, χνούδια γαμψωτά... γαμψωτά αχνάρια...·
«τί προσφέρω στις παλακίδες μου;»*
ρώτησε το γένι του καλικάτζαρου μες στην καπνιά της τύχης.
Πού να ξέραμε οι τυχαίοι;!
Είχε αμνησία ο καιρός και μόνο οι σκιές του κάναν επισκέψεις·
περνούσαν βιαστικά στα ξυλοπόδαρα
χαιρετούσαν μ’ αφηρημένα νεύματα
του έσταζαν κολλύριο στα μάτια...
Τι κι αν έβλεπε το κόκκινο στο αίμα;
Είχε αμνησία – ξεχνούσε την εικόνα του οπουδήποτε.
οι αμνησίες στις ουρές των ανέμων
στα πίσω των τρελλλλών που ηχούσαν ντενεκέδια
στα που φυλορροούσαν απομνημονεύματα...
αμνησίες
αναμονές δρομολογίων
βοή που από κάπου έφευγε
κάπου πήγαινε
κάπου αδημονούσε να επιστρέψει·
αυτόχειρη βοή μέσα στις ράγες...
πετάξαμε τις γόπες μας εκεί... αυτόχειρη πνοή μέσα στις ράγες
ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ:
-«τί προσφέρω στις παλακίδες μου;»= από μια αστεία συζήτηση, κουβέντα του αδελφού μου...



ΙΑΓΟΣ - ΟΘΕΛΛΟΣ ΛΥΝΟΥΝ ΚΑΒΟΥΣ...
Φλέβες κορδέλλες αιωρούμενων καιρών·
μάσκες πολλές στις τελευταίες απόκριες...·
με τα κραγιόνια τους να στάζουν στην βροχή,
τα ψεύτικα στολίδια τους
δόντια τριγμένα σε αμονιού σφυρηλατιά
αργοχτυπώντας,
με ψηλοτάκουνα αχνάρια να ενοχλούν την πόλη
συνόδευαν το φέρετρο·
καμώνονταν πως κλαίνε, ούου
πόρνες στιγμές ακριβοπληρωμένες...
Ας πιούνε το κονιάκ κι ας φύγουν όλες... α, αρκετά – αρκετά
κάθε τι άστεγο με έκανε σπίτι του,
κάθε κουρέλι με έκανε λαιμό του...
Ας φάνε και το παξιμάδι κι ας πηγαίνουν....
Τα καταφέρνω με τους θρήνους μου και με λυμένους κάβους·
χνότο που βρίσκει το φιλί του στον πεθαμένο του πατέρα
κι άστοργο στόμα που τις μέρες του καπνίζει·
κάποτε Ιάγος, με παραπλανώ,
κάποτε Οθέλλος, με σκοτώνω.

-Οθέλλος = Κύριο πρόσωπο στο ομώνυμο έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Ο Ιάγος δολοπλοκεί και ωθεί τον Οθέλλο να σκοτώσει την γυναίκα του Δυσδαιμόνα.

ΘΥΜΗΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ! ΑΝ ΕΤΣΙ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ, ΘΑ'ΧΕΙΣ ΠΕΘΑΝΕΙ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ...
Από καιρό σε καιρό η ουτοπία έτρεχε· αθλητική, μυώδης – έπερνε αναβολικά;
έτρεχε, μ’ ένα άγριο βλέμμα κατασπάραζε τα τοπία. Τελευταία νευρική, ανήσυχη κοιτούσε ψηλά κι όλο ψηλότερα – έπερνε αναβολικά;
δεν ξέρουμε... προς το ξημέρωμα έκανε δεκατικούς πυρετούς, ακούγαμε και βρυχηθμούς από δύσπνοια. Ναι·περίεργα πράγματα, μα το χειρότερο ήταν πως παρουσίαζε συμπτώματα αφηρημάδας· από εδώ κι από εκεί ξεχνούσε τον χρόνο της.
Να μιλήσουμε. Έτσι πρέπει Να πούμε κάτι για τις μέντες μας. Κάτι για τα τετράδια μας. Θυμήσου, θυμήσου και το άλλο!
Κάτι θυμήσου οπωσδήποτε– αν έτσι με ξεχνάς θα’ χεις πεθάνει όταν πεθάνω.
Δεν ωφελούσαν οι «πράσινες μέντες»·
η παιδική καρδιά της ουτοπίας έβηχε·
αιμόπτυε το ένα όνειρο πίσω από τ’ άλλο·
έκανε το Φθινόπωρο κατακόκκινο·
όλα τα χειρόγραφα της φθυσικά
δεν μπορούσαν πια να πάνε σχολείο...
Θυμήσου! Θυμήσου και το άλλο!
– οι στάχτες των αναμνήσεων πάγωναν λίγο πριν φέξει·
κουραζόταν η λύπη να αναμοχλεύει σπίθες κι έπεφτε να κοιμηθεί σε μισοτελειωμένες σημειώσεις και ελλειπή αποτελέσματα·
οι παλιές κουβέντες εγκατελείπουν την συνομιλιά με την αγάπη·
_ «Ό,τι έγινε – έγινε», λένε, και σταματουν την παρεξήγηση
Γλώσσες τραγουδιών - κινήσεων περιδέσεις·
τα τραύματά μου εδώ·
ο πατέρας, οστό φαγωμένο
ο έρωτας, διάτρητη υποθήκη
οι φίλοι, θαμπές παρτιτούρες, βιβλία μισοδιάβαστα....
Τα χέρια μου εδώ·
ψαχουλεύουν αντίκρυ μου
ήσκιους
διαμπερείς·
τα τραύματά μου εδώ!
··········Θυμήσου... Θυμήσου και το άλλο και ξέχνατο κι αυτό!

ΘΑ ΦΑΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΡΜΟ ΜΟΥ...
Το λεξικό είχε παλιώσει
τα άρθρα έσπαζαν, τα σημεία στίξεως σκορπούσαν
τα χόρτασε ο σκώρος
_ «θα φάω απ’ τον κορμό μου πιά!»
είπε
και δεν ξέρουμε τι έκανε...
Ήμουν στο παρακάτω ποίημα κι υποκρινόμουν την τελεία του.
Η άλλη λέξη ωστόσο επέμενε. Ποιά ήταν και τι ήθελε να πει;
Αν κατάλαβα καλά μισούσε την συντομία της άνοιξης στους μικρούς χώρους
και το τετράδιο μου – α, μα για σιγά, για σιγά! – γιατί δεν έβγαζε τα φωνήεντα του, τα παιδικά του φωνήεντα μια βόλτα στον ήλιο.
Η άλλη λέξη κάτω απ’ την τελεία μου, έμοιαζε με καυγά περικοκλάδας..
μη χειρότερα!
Καλά λοιπόν, ποιητές είμασταν όταν δεν έπρεπε, κάτι θα καταφέρναμε και ύστερα απ’ το τέλος
αρχίσαμε ξανά τα σούρτα φέρτα στον χειμώνα
καλοί μαθητές, όσο να πεις,
παρά τις πολλές μουτζούρες και τα μπλεγμένα δάκτυλα,
γράψαμε το μάθημα μας
ήρεμοι και σκυφτοί
δεν χρειάστηκε κανείς να μας μαλώσει
είχε φύγει η άλλη λέξη
και η βίτσα αδιαφορούσε.

ΑΚΕΦΑΛΟ ΚΡΕΑΣ
Κάποιος βουκόλος, από εκείνους των χαλασμένων λήψεων καιόμενων φιλμς,
τσίκνιζε ένα κομμάτι ακέφαλο κρέας
και τραγουδούσε: «Άϊϊχ οι σπίθες! Άϊϊχ οι φωτιές!»
Έτρεξα προς στην στάνη μέσα στο πρόβατο να μπω
κι εκεί – αυτή κι αν ήταν συμφορά! – είδα σφαγμένα τα παιδικά μου χρόνια σε τσιγγέλια... Πώς ήταν δυνατόν, αφού το ήξερα καλά πως τα αρνιά είναι χάρτινα, λευκά, τα κουβαλούσε ο Χριστός στην πλάτη... Έλα ντε;! Είχαμε λάθος πληροφόρηση στα κατηχητικά – έτρωγε αρνί και ο Παπάς κι ο χασάπης. Προσευχήθηκα - προσευχήθηκα στο κάτι...
Ρώτησα εδώ, ρώτησα εκεί και παρακάτω... Όλοι το ίδιοι έλεγαν
«το αρνί που φεύγει απ’ το μανδρί το τρώει ο λύκος».
Περίεργα πράγματα, πολύ περίεργα, διότι και το αρνί που μένει στο μαντρί το τρώει ο τσοπάνης.
Τώρα θα με πουλήσει, ακριβώς μετά τον επιτάφειο, για το Αναστάσιμο τραπέζι.
Καλός ήταν και του λόγου του... σταυροκοπιόταν.. με «ήμαρτον» πολλά ξεμυάλισε τις αμαρτίες...Όταν δεν υπήρχε τόπος για παράδεισος με έκανε χειρόγραφο, με διάβαζε σε αυλαίες...
Με δυσφημούσε· έλεγε πως ήμουν το ποίμνιον του, πως με καθ-οδηγούσε στο σφαγείο.
Ήμουν το πρόβατο – ήμουν ο τσοπάνης! Ήμαρτον!

ΜΥΡΙΖΕ ΚΟΝΙΑΚ ΤΟ ΠΤΩΜΑ
Αν και κατάματη η βροχή, η μαρκίζα άναψε τσιγάρο.
Αποστειρωμένα σύννεφα, έβγαιναν πάλι απ’ τις γάζες...
Η φωνή είχε μια ρωγμή και φοβηθήκαμε πως θα πνιγεί και δεν θα τραγουδήσει.
Αντιθέτως.... Βραχνό σφύριγμα σε απαθές στόμα... φίου... φίου...
Ήταν πολλά τα ουρλιαχτά·
κάποιος ζεμάταγε τα μάτια του και χάραζε ψαλμούς στα κόκκαλά του.
Η βροχή· ιδιοκτησία των πάγκων· κήπος· ομίχλη να χωρίζει-να ενώνει την εικόνα·
Έπρεπε να επιζήσει, επειδή έτσι ήθελαν τα καβούκια. Ήταν ο δούλος των συναισθημάτων τους.
Αν έκανε κανα αστείο να πεθάνει, θα τους εύρισκε απροετοίμαστους ο χειμώνας. Ήταν στατό που κρέμαγαν την ομβρέλα τους,
ήτανε ίχνος που ανανέωνε τις αναμνήσεις τους,
ήταν καλό παράδειγμα υπομονής που έριχνε κάρβουνα στο τζάκι..
Η εικόνα;!
Τα έκανε όλα αυτά, μάλιστα! Ενθουσιωδώς! Τιμητικό να είσαι δούλος! Κανένας αφέντης δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς αυτόν.
_ Ωστόσο, θέλω τον περίπατο μου. Ειμαι πολύ μέσα στην αποθήκη.
Κατάφερε ένας νεκρός να βγει από την πύλη
κι ένα σκυλί, που δεν το πρόσεξε κανείς, μπόρεσε στον καρκίνο να γαυγίσει.
Μύριζε κονιάκ το πτώμα.
Αντικαρκινικό νοσοκομείο Αθηνών· απόγευμα · κήπος·
μόνον ο κτύπος του κομπολογιού καθόταν πλάι·
η καρδιά είχε ‘‘όπως – όπως’’ φύγει....
μύριζε
μύριζε κονιάκ το πτώμα...

ΣΑΥΛΟΚ ΠΟΝΟΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

Σάυλοκ πόνος επιτοκίζει βόγγους·
σκοτάδι εδώ· σσστ! περπάτα μέσα σου αθόρυβα να μην τρομάξει η σχολική φωτογραφία·
άντεξε· ούτε ένα φάντασμα να μην σε λυπηθεί απόψε...
_ Να με λυπηθεί! Γιατί όχι; Η φλόγα στο μάτι μου! Ου!
Ο καρκίνος περπατά στο πλάσμα μου! Είναι το πλάσμα μου! Α, με μετράει... πέρα δώθε!
Ψυχούλα μου κούφια! Ψυχούλα μου άψυχη! Θα βάλω πάγο! Α, καλλίτερα...
Σσστ! άντεξε... Σε λίγο το ξημέρωμα θα σου πλύνει το πρόσωπο· θα επιστρέψει η εκδρομή γελώντας....
_ Ο πόνος! Ο πόνος δαγκάνει τα μάτια μου· άσεμε να ουρλιάξω!
Σσστ!.. γράψε στην κόλλα σου ξανά «ανδρών επιφανών πάσα γης τάφος»·
η κάθε μέρα ήτανε «πρόχειρο διαγώνισμα»·
τώρα το ξέρεις.
Άντεξε! Διάβασε τα μαθήματα που άφησες στην μέση...
_ Σάυλοκ πόνος!
Ωραίος καρκίνος εραστής στα μάτια που καρφώνει!
Την πανοπλία γρήγορα! Ο Άμπλετ τριγυρνά στον πύργο...
ντον- ντον· άδεια πανοπλία· με το θάρρος σου ΄,τι γεμίσεις μόνον...
Άκου την φλόγα σου· σέρνει την στάχτη της στα όνειρα...
_ Το μάτι μου! Το μάτι μου καίγεται· η όραση μου πού;
Ό,τι κι αν είσαι, κάνεμε να πεθάνω τώρα!
Σσστ... μην ελπίζεις στην ανακούφιση καμμιάς αυλαίας·
άθρησκα φονικά στην κόψη του σπαθιού θα σε θυμίζουν· πόνα!
Πόνα
και θαύμασε την αντοχή του τέλους σου·
σαν τους παλιούς τους ναυτικούς, σε ποντοπόρο πλαστελίνης,
που έφτιαξε και χάλασε η παιδική παλάμη
‘‘φεύγεις’’...
σσστ... και μην παραμιλάς·
σε φέρετρο αστραφτερό η σχολική φωτογραφία
εικόνα μες στο χιόνι...
-Σάυλοκ = Εβραίος τοκογλύφος· κύριο πρόσωπο του θεατρικού έργου «Ο έμπορος της Βενετίας» του Σαίξπηρ (1564 – 1616).
-«Ανδρών επιφανών πάσα γης τάφος» = Όταν δεν γνώριζα τα θέματα στα διαγωνίσματα, κι ιδιαίτερα των μαθηματικών, έγραφα την αρχαία αυτή αράδα στην κόλλα μου, υπονοώντας πως όπου κι αν ‘‘πέσω’’ (όπως κι αν τιμωρηθώ) πάντα ‘‘επιφανής’’ θα είμαι. Οι καθηγητές μου φρικάριζαν, αλλά ιδιαίτερα με αγαπούσαν, αναγνωρίζοντας μου παράτολμο θάρρος και ευφυές χιούμορ. Το θάρρος όμως ενός ανθρώπου δοκιμάζεται αληθινά μόνον στον οργανικό πόνο και μόνον όταν αυτός ο πόνος δεν είναι ηθελημένος.
-Άμλέτος- Άμπλετ = Κύριο πρόσωπο στο ομόνυμο θεατρικό έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΕ ΤΑΦΟΠΛΑΚΕΣ, ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΑΚΟΥΓΑΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟΝ ΧΑΜΑΛΗ...

_ «Τώρα θα σας κάνω ποιήματα, μικρά, ασαφή, πληγιασμένα»·
μας είπε
και κοιτούσαμε
με μάτια λευκά
με βλέμματα ξοδευμένα..
_ «Τώρα θα σας κάνω ποιήματα
αυτιστικά
ελλειπτικά
διαταραγμένα»·
μας είπε
και κοιτούσαμε
με μάτια μάρμαρα
με βλέματα αποσταγμένα·
Κούφιες φωτογραφίες σε ταφόπλακες, προσεκτικά ακούγαμε επιτέλους....
Πάνω μας γκρέμιζε αιθέρες... ύστερα χώματα...·
βουνό ο καιρός, με τυφλωμένους αετούς στις κορυφές κι αθόρυβα ελάφια στις πλαγιές του·
κρυσφύγετο πού;
έφτιαξε απόκρυφες σπηλιές να μην φανούν τα μονοπάτια του·
φρόντισε μοναχά, τα αρώματα να βρουν πατημασιές, να φθάσουν στο χιονιά του...
έπρεπε όλα τώρα να τα θυμηθούμε, να βρούμε στα ρουθούνια μας την μυρωδιά της στάχτης...
Έβγαινε, θέλαμε – δεν θέλαμε, απ’ το ημερολόγιο και γκρίνιαζε:
_ «Νομίζατε πως ο κόσμος θα σας παραδωθεί, χωρίς να κάνετε τον κόπο να τον κατανοήσετε;
Να γιατί περνώ και σκουπίζω κάπου – κάπου, τις καρδιές σας»
Οδοκαθαριστής ήταν η φερετροποιός;
Χαμάλης έμοιαζε πιο πολύ
που κουβαλούσε αδειανές βαλίτσες.

-αποστεγασμένα = που αφαίρεσαν την στέγη τους

Ο ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ ΔΟΥΛΕΥΕ ΑΚΟΜΗ...

Λύκος ερωτευμένος με την πανσέληνη του σκια
υπνοσκιρτούσε
δάγκανε το σκοτάδι...
στρωσίδια σύννεφα, ξεψύχαγε ο θρήνος του επάνω...
κι επάνω
επάνω στου τσεκουριού την πλάτη έπεφτε
έπεφτε
έπεφτε μαλθακό
μα ο ξυλοκόπος δούλευε ακόμη...
και έγυρε ο κορμός
παλιός κορμός
και τρίφτηκε
και ράγισε το χιόνι....
Τώρα μπορώ με τα δάκτυλα να μετρήσω το κλάμμα μου·
τόσοι πεθαμένοι!!
_ Πόσοι;
Ο ξυλοκόπος δούλευε ακόμη...
_ Μην μας απειλείς. Πες μας, πόσοι ήτανε οι πεθαμένοι; Πόσοι;
Ο χορός. Το πέπλο μου κάμπια. Το βήμα μου δεινόσαυρος.
Γυρίζω στις αφορμές μου.
Υπευθύνει μου·
το μάτι μου φίδι σκοτωμένο·
η εικόνα μου λειωμένη απ’ την πέτρα μου.
Οικογενειακός τάφος διαβρωσιγενής·
μην έλθει να με δει κανένα τριζόνι.
Μαρμαρο: άνθρωπος χρονοσυλλέκτης· εσχάρωσε την μνήμη·
δεν φοβήθηκε ποτέ να πεθάνει – αλλά ούτε και να ζήσει.
Υπευθύνει μου:
Σπάσε μου το κανδήλι,
με όλα μου τα κόκκαλα τάισε τα σκυλιά.
-εσχάρωσις = αρχαιοελληνική ιατρικός όρος η σχάρα μιας πληγής που κλείνει, το κακάδιασμα.
-διαβρωσιγενής = γεωλογία εκείνος που προήλθε από διάβρωση δηλαδή φούσκωμα- εσκαφή τοίχων, εδάφους κτλ από εσωτερική κρυφή υγρασία. Μεταφορικά: εκείνος που δημιουργήθηκε από διαβρωτική – ύπουλη πράξη.


ΕΠΟΧΙΑΚΟΙ ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΕΣ...
Γλεύκινοι, επέστρεφαν στα χειρόγραφα και ζητούσαν τις σκιές τους
εποχιακοί μικροπωλητές φίλοι με παιδικές γκριμάτσες, μικροκλέφτες σκίτσων...
ζούσαν πολλές ζωές και σ’ όλες πέθαιναν με φορτωμένα φέρετρα περιπάτους...
Γεμίσαμε σκι-ές
όταν θυμώνουν
ασπρόμαυρες, αγριόκλωνες, αλαζονικές, μ’ ένα απότομο λίκνισμα βαθύ ως κάτω
μοιάζουν με ονειροπόλες τραπουλόχαρτες φιγούρες
αινιγματικές, γιγιαντόσωμες, κάνουν πως χαϊδεύουν τις ζωές ως να τις πνίξουν...
Μαζί τους, παρέρχονται ξιφομάχοι τόσοι χρόνοι
ηττημένοι, ακέφαλοι, συνοδοί συνήθως φτωχών κηδειών...
Γεμίσαμε σκιές που ισχνοποδούν – πιο λίγο κι από σκιές απομένουν πίσω απ’ την πλάτη μας...
σχισμένες παρτιτούρες στην μπάντα της νεκροπομπής μοιάζουν να προηγούνται απ το σώμα μα
ακολουθούν
με διάφανο ανάλαφρο βήμα
κι ακουμπούν οπουδήποτε η σταματημένη καρδιά μας, εθεάθη...
Βγήκε ο θείος Βάσιας απ’ την κρανιοθήκη
μας έδωσε πολλά χαρτονομίσματα
για την εκδρομή στην μαύρη λίμνη....
κυρίως τον βαρκάρη μην ξεχάσουμε· μα πληρωθεί με το καλό μας γέλιο.
Κράταμε σκια και πάνω μου κρατήσου·
φίλοι σε αιώνια αποβολή ναυλώσαμε το φέρετρο·
από τα παιδικά μας χρόνια φύγαμε μαζί
μαζί και θα γυρίσουμε...!
- Γλεύκινοι = αρχαιοελληνική αυτοί που προέρχονται από το γλεύκος τον χυμό που λαμβάνεται από την έκθλιψη των σταφυλιών τον μούστο.


ΕΙΧΑ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ...
Τι να σου πρωτολέω! Καμπαναριά ηχούσαν και μποτίλλιες άδειαζαν μαύρου κρασιού.
Πού έγιναν αυτά;
Δεν ήταν τόπος. Ήταν μια στιγμή. Μόνο μία. Πάνω στο φευγαλέο προχωρούσα. Πάνω απ’ την ίδια εκείνη στιγμή που είχα εξαπατήσει την γριά μου την μοίρα.
Α, έτσι; Σε βρήκε λοιπόν και..;
Και ήθελα δεν ήθελα στο μαγικό γουδόχερο βρέθηκα με τα χέρια ανοικτά να ουρλιάζω: «Δεν το ξανακάνω! Δεν το ξανακάνω!»
Είχα τις αμαρτίες με το μέρος μου, αλλά...
Αλλά;
..Δεν προφταίνω για περαιτέρω εξηγήσεις... Πηγαίνω όπου πηγαίνω...
Μην κοιτάξεις από εκεί που προχωρώ...
θα καρφωθούν τα μάτια σου για πάντα στο λαμπερό του πεπρωμένου μου σκοτάδι.
Μην κοιτάξεις από εκεί που προχωρώ...
μιας λιτανείας μυστικής
κερί από σίδερο θα γίνεις, που δεν λειώνει.
Μην κοιτάξεις
αποχαιρέταμε με κίνηση ιπποτική του κεφαλιού
και γύρισε την πλάτη απαλά, όπου θα φεύγω...

... ΥΠΕΡ ΚΑΜΝΟΝΤΩΝ
Ανάψαμε τσιγάρο με σπίθα λίγου κεραυνού. Φτύσαμε και κατάχαμα.
Αρχίσαμε όσα είδαμε – σιγά μην είδαμε – με τρέμουλες φωνές, να λέμε...
Επέστρεφαν οι αφηγήσεις με τα ταξίδια τους
- κατάγιομα τα αμπάρια απ’ το αξόδευτο γινάτι της τύχης-
καθόσαν αντικρυστά, στα παλιά στόματα, κι εξιστορούσαν τις επαναλήψεις τους...
Άκουγαν τα σκυλιά και μάζευαν αγέρηδες στην τρίχα τους.
Άκουγαν τα παιδιά και σκιάζονταν να μεγαλώσουν·
προτιμούσαν των παραμυθιών το αβύθιστο χαρτοκάραβο·
σε δύο σπιθαμές νερό εύρισκε πάντα την στεριά του!
Αλλά εμείς, παρά την περιφρόνηση του ακροατηρίου συνεχίσαμε
γιατί – νομίζαμε- πολλά είχαμε δει και συνεπώς πολλά – νομίζαμε- είχαμε να πούμε·
περισπούδαστων καιρών σελίδες
πληρωμένες αντάξια των βυθών τους
δεν μάθαμε ποτέ κατά που πέφτει η ακτή της καρδιάς μας·
διψασμένες αφηγήσεις επιστρέφαμε στην δίψα μας.
Είχα να πω τα περισσότερα γιατί αρνήθηκα να κατεβώ στων λιμανιών την ανακούφιση·
να πιώ, να ξεθυμάνω την νοσταλγία με νταβατζήδες και πουτάνες·
αυτά για ναύτες που τους έδερνε ο λοστρόμος κατά το γούστο του....
Ήμουν στις μηχανές κρυμμένος ποντικός·
όταν οι άλλοι ευθυμούσαν με αφιόνια,
γυρνούσα πέρα -δώθε στις κατάρες και έκλεβα το γεύμα μου...
Κάποτε, όπως συμβαίνη στους ανθεκτικούς που κάνουν δερματοστοιξία τον Ιωβ στο μπράτσο,
έχασα τα ευρήματα·
δοκίμαζα την μια μετά την άλλη μάσκα για να εντυπωσιάσω τον Ποσειδώνα·
ως ήμουνα του αμπαριού ο φύλακας, πιό εύκολα μπορούσε να με πνίξει...
κι ύστερα τι να κάνω..; δεν είχαμε τα μέσα οι ταξιδευτές να αναβιώσουμε ιστορίες
έπρεπε να σκεφτώ – για χάρη όλων- μια φάρσα έκπληξη....
Και μπόρεσα, ως εκεί είχα φτάσει, για να σωθεί το παραμύθι να πεθάνω...
Απ’ την άλλη, ήξερα καλά, πως δεν απόμεινε αέρας παρά μόνον
όσος είχε κλειστεί μες στον κορμό του οξύαυλου·
πρημοδοτούσε συναισθηματικές ασάφειες για εκποίηση ευτελούς ονείρου...
Είχαμε βέβαια και βεντάλλιες με παραστάσεις μαδημένων παγωνιών,
μα αυτές συνήθως έγερναν στο πτώμα
περιμαζεύοντας τα λόγια του τα φιλιά ως πληρωμή ακριβών κηδειών.
Ποντικός ήμουν, έπρεπε με λίγα πράγματα να τα καταφέρω να συμμετέχω στην τρελλή μου έμπνευση
πριν να λογικευτεί και να μην αφορά πλέον κανέναν...
Τέλος πάντων... επειδή είχα πολύ απογοητεύσει τα παιδικά παιχνίδια
και τον έρωτα του Δον Κιχώτη για την αγελαδάρισσα
επέστρεφα, ξαναεπέστρεφα στην απουσία - για να εντοπιστώ· μάταια...
Τι θα ‘πρεπε να κάνω για να φάω περισσότερη ιστόρηση;
Τους έβλεπα πως νηστικοί τελειώναν με μερικές κουβέντες από ψαλτάρια... είχαν – δεν λέω- κάποιες επισκέψεις... στην άκρη του κρεβατιού τους καθόντουσαν αργά οι εκκρεμότητες, καμάρωναν «τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», θαύμαζαν την ψυχραιμία στο σαγόνι και χαχαχά και χουχουχού, σιγοσχολίαζαν το κίτρινο στα μάγουλα, το διάφανο στ’ αυτιά και το καλό λευκαντικό στα μάτια για όλες τις εικόνες. Ύστερα, επιλύθηκαν.
Είχα μια τελευταία ανάγνωση· οι ζωγραφιές με διεκδικούσαν·
τι θα έπρεπε λοιπόν να κάνω για να φάω περισσότερη ιστόρηση;
δέομαι για ένα αποχαιρετιστήριο φιλί υπερ νοσούντων
δεόμαι για ένα γενναίο αντίο
δέομαι δέομαι δέομαι
υπερ καμνόντων.


-τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα = παραμύθι του Χανς Κριστιάν Άντερσεν
δεόμεθα υπερ οδοιπορούντων, νοσούντων, αιχμαλώτων, καμνόντων» = φράση χριστιανοεκκλησιαστικού ψαλμού.